Ο τόπος του γλεντιού είχε πλημμυρίσει απο τη βροχή του μαύρου σύννεφου. Οι λιχουδιές είχαν φυσικά χαλάσει και όλοι τσαλαβουτούσαν τώρα μέσα στις λάσπες. Οι περισσότεροι άρχισαν τώρα να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους, ενώ τα ξωτικά Πίξι-οι κατηγορούμενοι- άρχισαν ταραγμένα να κοιτούν το ένα το άλλο.
Για πρώτη φορά ανάμεσα τους μπήκε ένας φοβερός εχθρός. Η υποψία! Η υποψία, ότι κάποιος απο όλους τους είναι κλέφτης!
Τα ξωτικά Πίξι, είναι απο τα πιο αγαπημένα πλάσματα του νεραιδόκοσμου. Ζουν στο ρεικοτόπι πλάι στο ποταμάκι και ποτέ μα ποτέ δεν είχαν κάνει κακό σε κανένα.
Με τα παιδικά τους στρογγυλά μουτράκια, τα μυτερά τους αυτιά, τις ανασηκωμένες αυθάδικες μυτούλες τους και τις πράσινες τους φορεσιές, κατόρθωναν πάντα να γίνονται αξιαγάπητα σε όλα τα πλάσματα του κόσμου τους. Ακόμη και στους ανθρώπους πολλές φορές!
Η αλήθεια βέβαια είναι πως τα συγκεκριμένα ξωτικά είναι πολύ ζωηρά. Τρελαίνονται για πλάκες, φάρσες και πειράγματα!
Άλλο όμως να κάνουν κάτι για αστείο - ένα απο τα αγαπημένα τους συνήθως ήταν να παίρνουν αντικείμενα αλλά μετά απο λίγο να τα επιστρέφουν- και άλλο να κάνουν κάτι που βλάπτει τον άλλο ή την περιουσία του!
Ποτέ μα ποτέ κανείς δεν είπε ότι τον ενοχλούν και πολύ περισσότερο κανείς ποτέ ξανά δεν τα αποκάλεσε κλέφτες!
Στο μεταξύ πάνω πολύ ψηλά στην βελανιδιά οι δυο νεραιδούλες Μέι και Φέι, παραξενεύτηκαν που ο χαρούμενος θόρυβος και η μουσική σταμάτησαν τόσο απότομα.
Ήταν απο ώρα στεναχωρημένες που δε μπορούσαν να κατέβουν στη γιορτή μιας και είχαν αρπάξει και οι δυο ένα γερό κρυολόγημα που τις είχε καθηλώσει στο κρεβάτι.
Η μητέρα τους, η γαλάζια νεράδα, λίγο πριν φύγει για το ταξίδι της στη Σελήνη, τους είχε απαγορεύσει να ξεμυτίσουν απο το σπίτι μέχρι να γίνουν εντελώς καλά και ανάλιγη εντολή είχε δώσει και στην γκουβερνάντα τους την Ίλια, ένα φοβερό και τρομερό μα αξιαγάπητο ξωτικό που τις φρόντιζε απο μωρά.
Δίπλα στα κρεβάτια τους πάνω στα μανιταρένια τους τραπεζάκια βρίσκονταν ακόμη τα ποτήρια τους γεμάτα απο το βρωμερό γιατρικό απο δρακάκι και αγριομολόχα που τους είχε ετοιμάσει εδώ και ώρα η Ίλια για να πιούν.
Μα αυτές ήδη αισθ!άνονταν καλύτερα και ανυπομονούσαν να τρέξουν, να παίξουν και να χορέψουν. Τώρα όμως; Τι να είχε συμβεί και το γλέντι είχε διακοπεί τόσο απότομα;
Ακόμη ο ήλιος έλαμπε και έστελνε τις χρυσαφιές του ακτίνες ως και μέσα στο σπίτι τους, στην ψηλότερη κουφάλα του γέρικου δέντρου.
Σιγά σιγά , πατώντας στις μύτες των ποδιών τους και προσέχοντας να μην κουνήσουν τα μικροσκοπικά διάφανα φτερά τους - μιας και το θρόισμα τους θα τραβούσε την προσοχή της πανταχού παρούσας Ίλια, περπάτησαν ως την άκρη του δωματίου τους και έσκυψαν απο το μικρό παραθυράκι τους να δουν τι συνέβαινε.
Με ανοικτό το στόμα παρακολούθησαν τα ξωτικά Πίξι μουσκεμένα , να τσακώνονται μεταξύ τους και να ανταλλάζουν λόγια πικρά. Μερικά μάλιστα είχαν πιαστεί και στα χέρια! Αυτό ήταν ανήκουστο για τον όμορφο και ειρηνικό τους κόσμο!
Τα ξωτικά και οι νεράιδες σπάνια, σχεδόν ποτέ δε μάλωναν μεταξύ τους. Ζούσαν αρμονικά και χαίρονταν και απολάμβαναν τα παιχνίδια τους, τις περιπέτειες τους και τα δώρα της φύσης.
Κάτι κακό λοιπόν θα συνέβαινε κατέληξαν νοερά οι δυο νεραιδούλες και κοιτάχτηκαν.
Η φωνή απο πίσω τους , τις έκανε να αναπηδήσουν απο τον τρόμο τους.
- Τι γυρεύετε νεαρές μου δεσποινίδες στο παράθυρο; Γρήγορα στα κρεβάτια σας και πιείτε αμέσως το φάρμακο σας!
Ήταν η τρομερή Ίλια . Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς.Αυτό όμως δε τις εμπόδισε να αρχίσουν τις συνηθισμένες τους διαμαρτυρίες.
- Έλα αγαπημένη μας γκουβερνάντα, είπε η Φέι ναζιάρικα . Δε μας βλέπεις; Είμαστε πια πολύ καλά. άφησε μας να πάμε κι εμείς κάτω στο γλέντι! Μια φορά το χρόνο γίνεται αυτό κι εμείς θα το χάσουμε! Περιμέναμε πως και πως όλο το χειμώνα για να τιμήσουμε το πνεύμα της πρασινάδας!
Η Ίλια, στράβωσε τα χείλη της και έβαλε τα δυο χοντρά της χέρια στη μέση της νευριασμένα.
- Ναι, πολύ καλά είστε, τι να σας πω! Άλλα όμως μου λένε οι φλογίτσες πάνω απο τα πεισματάρικα σας κεφαλάκια! Ακόμη έχετε πυρετό! Εμπρός λοιπόν, ξαπλώστε! Εξάλλου, και καλά να ήσασταν δε θα μπορούσατε να πάτε κάτω στη γιορτή διότι απλούστατα δεν υπάρχει πια γιορτή!
- Μα γιατί τι έγινε; ρώτησαν και οι δυο με μια φωνή.
- Τα ξωτικά Πίξι έκαναν αυτή τη φορά μια πολύ ανόητη φάρσα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι , εξήγησε η Ίλια σα να μονολογούσε, δεν αρμόζει στο χαρακτήρα τους και στη συμπεριφορά τους κάτι τέτοιο. Αλλά για να το λένε οι νάνοι Κόμπολντ, κάτι παραπάνω θα ξέρουν...
- Μα γιατί, τι έκαναν τα αγαπημένα μας ξωτικά; θέλησε να μάθει η Μέι.
- Έκλεψαν πολύτιμα πετράδια απο το ορυχείο των νάνων, να τι έκαναν!
- Αποκλείεται, συνέχισε η Μει , ποτέ δεν κλέβουν αυτά. Μπορεί να πάρουν κάποιο αντικείμενο , ίσα μόνο για να ξαφνιάσουν τον κάτοχο του, αλλά αμέσως μετά το επιστρέφουν. Να, όπως και σε εμάς, Φέι, θυμάσαι;
Η Φέι έγνεψε καταφατικά.
-Την περασμένη άνοιξη, ενώ λιαζόμασταν με τη Φέι κάτω απο τη συκομουριά και χτενίζαμε τα μαλλιά μας κρατώντας τα καθρεφτάκια μας, πλησίασαν αθόρυβα δυο Πίξι και μας τα άρπαξαν απο τα χέρια μας, χωρίς καν να πάρουμε είδηση! Όμως, λίγα λεπτά μετά το αρχικό μας ξάφνιασμα, μας τα επέστρεψαν γελώντας και χοροπηδώντας κι εμείς δεν μπορούσαμε παρά να τα συγχωρήσουμε , όπως άλλωστε κάνουμε όλοι μας πάντα. Τα ξέρουμε δα , τι σκανταλιάρικα που είναι!
- Όχι κορίτσια μου, είπε η Ίλια, τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα. Τα πετράδια εξαφανίζονται μόλις βγαίνουν απο το ορυχείο εδώ και μέρες! Μόλις φεύγουν φαίνεται οι νάνοι, το βράδυ, έρχονται τα Πίξι και τα παίρνουν!
Λοιπόν, τέρμα οι συζητήσεις. Πιείτε το φάρμακο σας και κοιμηθείτε. Ο ήλιος έχει πια δύσει για τα καλά.
Με μια γκριμάτσα αηδίας, η Φέι και η Μέι πήραν τα ποτήρια τους και ήπιαν με το ζόρι το πικρό υγρό.
Έπειτα, βαριεστημένα τα δυο νραιδοκόριτσα αλλά και στεναχωρημένα απο το συμβάν έπεσαν να κοιμηθούν.
Ευχαριστημένη η Ίλια, τις σκέπασε , με τα ζεστά τους σκεπάσματα απο φύλλα μηλιάς κι έφυγε να συνεχίσει τις δουλειές της.
Αχ! Πόσο αγαπούσε αυτά τα δυο ζωηρούλικα νεραιδάκια! Τα ένιωθε σα δικά της παιδιά. Όμως ήταν παιδιά της γαλάζιας νεράιδας. Της αγγελικής νεράιδας που απελευθερώνει όλα τα πλάσματα απο το κακό και τη θλίψη!
Και την μητέρα τους την είχε μεγαλώσει η ίδια όταν οι γονείς της, η ροζ νεράιδα και το ξωτικό Γκάμπλι, είχαν απαχθεί απο ανθρώπους. Τότε η Ίλια, είχε αναλάβει τη μικρούλα τότε γαλάζια νεράιδα και την είχε αναθρέψει.
Η γαλάζια νεράιδα είχε πάντα μια σημαντική αποστολή να εκτελέσει. Με τη βαθιά ευσπλαχνία που τη χαρακτήριζε, έτρεχε πάντα εδώ κι εκεί όχι μόνο στον νεραιδόκοσμο και στον κόσμο των ανθρώπων αλλά και σε ολόκληρο το σύμπαν για να προσφέρει τη βοήθεια της. Να! Τώρα για παράδειγμα έλειπε εδώ και τρεις μέρες στον πλανήτη Σελήνη .
Η ξαδέρφη της, η νεράιδα των δοντιών , είχε πρόβλημα. Δεν υπήρχαν πια αρκετά υγιή και καθαρά δόντια για να φτιάξει αστέρια και να φωτίσει τον σκοτεινό ουρανό τη νύχτα!
Είχε λοιπόν αναθέσει στη γαλάζια νεράιδα να ερευνήσει το θέμα αυτό και να δει που οφίλεται.
Η Ίλια άφησε κατά μέρος τις σκέψεις της και βάλθηκε να ψάχνει στα ντουλάπια της κουζίνας- το μικρό της βασίλειο- για σπόρους παπαρούνας και μέλι για να φτιάξει την αγαπημένη νεραιδολιχουδιά των κοριτσιών. Κάτι σαν κέικ. Στη σκέψη του ζεστού, αφράτου αυτού γλυκού, έτρεξαν τα σάλια της και γουργούρισε το στομάχι της . Τρελαινόταν για φαγητό , ειδικά για νεραιδοκέικ, κάτι βέβαια που το μαρτυρούσαν και τα πολλά , μα πάρα πολλά παραπανίσια κιλά της!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
i love your comments!!!!