...Σε λίγα λεπτά η Μέι και η Φέι, έφτασαν στον ρεικότοπο αναζητώντας μάταια την Σάλι και τον Μάλι. Όμως, προς μεγάλη τους έκπληξη, ο τόπος ήταν άδειος. Ούτε ψυχή!
- Μα τι συνέβη; αναρωτήθηκε η Μέι. Πού λείπουν όλοι τέτοια ώρα;
Πιο πέρα κάτω απο ένα χελιδονόχορτο καθόταν ένα νεαρό Λέπρικον και επισκεύαζε ένα χοντροπάπουτσο. Οι νεράιδες το πλησίασαν και το χαιρέτησαν. Ο νέος-παπουτσής γρήγορα τους έλυσε την απορία. Τα Πίξι έλειπαν απο το πρωί, τα είχαν καλέσει να παρουσιαστούν οι Ντέβας των βουνών. Και συγκεκριμένα οι Ορεάδες! Τα πνεύματα των βουνών και των ορυχείων.
Οι δυο αδερφές κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ταραγμένες και αφού ευχαρίστησαν το Λέπρικον,απομακρύνθηκαν βιαστικά.
- Πρέπει να πάμε εκεί, έκανε ανυπόμονα η Φέι.
- Είσαι στα καλά σου; Κάτι τέτοιο να κάνουμε και πάει, θα μείνουμε τιμωρία όχι μία αλλά εκατό ημέρες αν το μάθει η μαμά.
Μη ξέροντας τι να κάνουν, κάθισαν στην καταπράσινη χλόη αποκαρδιωμένες.
Η στιγμή που όλοι φοβόντουσαν είχε φτάσει...
Το συμβούλιο άρχισε με την αυγή και τώρα που πλησίαζε η δύση , ακόμη κρατούσε!
Τα Πίξι , καθισμένα οκλαδόν σε σειρές πάνω στα πέτρινα βράχια του λόφου, με τους νάνους Κόμπολντ απο μπροστά τους, παρακολουθούσαν την επιτροπή των Ορεάδων να συνεδριάζει και να μη βγάζει άκρη! Από ότι φαινόταν κι αυτοί τα είχαν χαμένα και δεν ήξεραν τι να κάνουν!
Η ατμόσφαιρα, ήταν τόσο ηλεκτρισμένη απο τη στεναχώρια, τον εκνευρισμό και την αμηχανία όλων που, που και που έβλεπε κανείς χρυσοκόκκινους σπινθήρες να πετάγονται πάνω απο τον λόφο!
Εκείνη την ώρα μιλούσε ο Όριαν, ο υπαρχηγός των Ορεάδων. Ένας πανύψηλος - σαν κυπαρίσσι- λιπόσαρκος άντρας με μακριά άσπρα μαλλιά και φουντωτή γενειάδα. Τα μάτια του, κοιτούσαν τρυφερά τα ξωτικά Πίξι- μιας που κι αυτός τα εκτιμούσε και τα αγαπούσε πολύ.
-Φίλοι μου, έλεγε, σύντροφοι Ορεάδες, νάνοι Κόμπολντ και ξωτικά Πίξι! Όπως καταλαβαίνετε βρισκόμαστε μπροστά σε μία πραγματικά άσχημη κατάσταση που έχει δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση όχι μόνο στην φυλή των Πίξι αλλά θα έλεγα και σε ολόκληρη τη Νεραιδοχώρα! Εδώ και μέρες, συνέχισε ο Όριαν, όλος ο νεραιδόκοσμος είναι ανάστατος γιατί κάτι τόσο πρωτοφανές στα νεραιδικά δεδομένα! Στον κόσμο μας, δεν κυριαρχεί το ψέμα, η απάτη, ο δόλος. Στον κόσμο μας, δεσπόζει η αγάπη, η φιλία, η συντροφικότητα. Ωστόσο, εμείς ως προστάτες των βουνών και των αγαθών που αυτά προσφέρουν απλόχερα, έχουμε χρέος και οφείλουμε να τα υπερασπίσουμε. Δεν τολμώ - παρά τις ανοιχτές κατηγορίες των αξιοσέβαστων νάνων Κόμπολντ- να κατηγορήσω τα Πίξι, διότι δεν υπάρχουν αποδείξεις και όπως ισχυρίζονται και τα ίδια είναι αθώα. Γι'αυτό, θα αναγκαστώ απο αύριο, να διατάξω να κλείσουν τα ορυχεία μέχρι να ρυθμιστεί το θέμα.
Οι νάνοι, αναστατώθηκαν στο άκουσμα αυτής της πρότασης. Δεν ήταν δυνατόν να στερηθούν έστω και για λίγο διάστημα τη δουλειά που τόσο αγαπούσαν!
Έκαναν να διαμαρτυρηθούν, αλλά ο Βέντρον, ο αρχηγός των Ορεάδων, σήκωσε το δεξί του χέρι- πράγμα που σήμαινε ότι η συνεδρίαση είχε λήξει.
Οι τρεις Ορεάδες, σηκώθηκαν απο τους πέτρινους θρόνους τους και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό των σκοτεινών και αχανών σπηλιών τους.
Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, οι νάνοι και τα Πίξι,σηκώθηκαν και πήραν το δρόμο του γυρισμού με τις σκέψεις να τους βασανίζουν το μυαλό.
Είχε πια σουρουπώσει για τα καλά.
-Καλή μου Ίλια, τι δυνατό ήταν το κρασί που έφτιαξες! Έχω μια νύστα που δε με κρατάνε τα πόδια μου. Μου φαίνεται πως θα κοιμάμαι για ένα φεγγάρι! Είπε νυσταγμένα η γαλάζια νεράιδα.
Η Ίλια, χασμουρήθηκε, τρίβοντας τη τεράστια κοιλιά της. -Εμένα μου λες! Εγώ να δεις... μουρμούρησε.
Εκείνη την στιγμή η Μέι και η Φέι μπήκαν στο σπίτι.
-Καθίστε να φάτε, είπε η μητέρα τους, εγώ πάω για ύπνο,δε μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοικτά ούτε για μια στιγμή. Καληνύχτα,είπε και πήγε στο δωμάτιο της.
Η Ίλια, τις περίμενε να φάνε κι έπειτα κι αυτή με μια γρήγορη καληνύχτα και δυο γλυκά φιλιά τις άφησε στην αναστάτωση τους.
Η Φέι κοίταξε τη Μέι συνομωτικά: -Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι;
-Ναι, είπε η Μέι, είναι η κατάλληλη στιγμή να δράσουμε!
Αναγκάστηκαν να περιμένουν ακόμη λίγο μέχρι να πάρει για τα καλά ο ύπνος την Ίλια και τη μαμά τους και να πέσει το βαθύ σκοτάδι της νύχτας.
Κανέις ποτέ στη Νεραιδοχώρα δεν είχε τολμήσει να πάει αργά τη νύχτα στα ορυχεία. Λέγεται , πως τα μεσάνυχτα, μυστηριώδη στοιχειά και φαντάσματα κάνουν την εμφάνιση τους και μόνο καλό δεν κάνουν σε όποιον τα βλέπει.
Αψηφώντας όμως κάθε πιθανό κίνδυνο και ακολουθώντας τη σοφή συμβουλή της Μάντισσας οι δυο γενναίες νεραιδούλες, με το μαγικό φυλακτό στο χέρι , ένα υπέροχο γαλαζωπό μενταγιόν με μια μπλε σκαλιστή πέτρα στη μέση βρίσκονταν εδώ και ώρα κρυμμένες πίσω απο το δέντρο της συκομουριάς δίπλα στα ορυχεία.
Προσπαθούσαν να παραμείνουν ήσυχες, ενώ έτρεμαν απο το φόβο τους και απο το κρύο. Η ώρα περνούσε, ήταν κιόλας μεσάνυχτα και καμια ύποπτη κίνηση δεν έβλεπαν. Αγκαλιασμένες μεταξύ τους , περίμεναν υπομονετικά.
Και ξάφνου, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, ακούστηκε ένα ελαφρύ θρόισμα σαν φύλλα που κουνιούνται απο ένα ξαφνικό ξέσπασμα του αέρα. Τέντωσαν τα μυτερά τους αυτάκια και αφουγκράστηκαν ενώ ένιωθαν τον τρόμο να τους κόβει τα πόδια. Μια σκιά , όλο και πλησίαζε στα ορυχεία των νάνων! Μια σκιά περίεργη, που όμοια της, δεν έχει άλλο ζωντανό πλάσμα!
Σκύβοντας λίγο απο το μέρος που κρυβόντουσαν, η Φέι προσπαθούσε να διακρίνει μέσα στο μαύρο σκοτάδι, ποιός ή τι ήταν.
Θόρυβος δυνατός ακουγόταν τώρα απο εκείνη τη μεριά.
Σαν κάποιος να έριχνε πέτρες ή ...πολύτιμα πετράδια!!!
Με το φυλακτό σφιχτά στο χέρι , η Φέι, σηκώθηκε απο τη θέση της κι έκανε να προχωρήσει. Η Μέι την συγκράτησε. -Πρέπει να δούμε ποιός είναι,ψιθύρισε η Φέι βιαστικά στην αδερφή της. Ακροπατώντας στα νύχια των ποδιών έκαναν μερικά βήματα απο την κρυψώνα τους.
Τότε, ο θόρυβος σταμάτησε και η καρδιά των μικρών νεραιδών άρχισε να χτυπα΄σε ένα ξέφρενο ρυθμό! Όμως, έπρεπε να συνεχίσουν και να κάνουν αυτό που τους είπε η Μάντισσα. Δε γινόταν αλλιώς.
Προχωρώντας ακόμη λίγο, μπόρεσαν να διακρίνουν, στο λιγοστό φως του φεγγαριού την σκιά αυτού του πλάσματος. Μέχρι να ανοιγοκλείσουν όμως τα μάτια τους, εξαφανίστηκε! Έντρομες, κοίταξαν η μια την άλλη, ενώ μια τρομαγμένη φωνή βγήκε απο το στόμα τους αφού ο πόνος που ένιωσαν ξαφνικά και οι δυο, τις αιφνιδίασε!
Κάποιος τις είχε αρπάξει απο τα μαλλιά και τις σήκωσε ψηλά απο το έδαφος!
Μην αφήνοντας στιγμή το φυλακτό απο το χέρι της, η Φέι , γύρισε το κεφάλι της για να δει ποιός την κρατούσε τόσο δυνατά απο τα μαλλιά.
Απορημένη, ανοιγόκλεισε τα μάτια της μη μπορώντας να πιστέψει ή να καταλάβει αυτό που έβλεπε...
( συνεχίζεται και...τελειώνει)
''Ζηλεύω'' την φαντασία σου :))
ΑπάντησηΔιαγραφήΓλυκά αστεράτα φιλάκια
did you write this story????
ΑπάντησηΔιαγραφήOH WOWWOWWOW!!!
Τι ταξίδι μαγικό στης ονειροχώρας το βασίλειο!!!! Μπράβο Είσαι εξαιρετική!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί καλύτερο από το να καλημερίζω την ημέρα μου με ξεχωριστά παραμύθιααα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ ευχαριστούμε!!
Φιλάκια!
Τι γλυκιά ιστορία... ανυπομονώ για την συνέχεια :)))
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε τραβάνε πολύ τα παραμύθια σου και ειλικρινά θαυμάζω την ολοζώντανη φαντασία σου. Είσαι χάρμα και σε απολαμβάνω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα τι εικόνες είναι αυτές!!
Thank you for taking me on that fairy tale ride!
ΑπάντησηΔιαγραφή~magick~
Melissa
Ελένη ξεκίνησα που είσαι ?????
ΑπάντησηΔιαγραφήI love all your fairy whimsical characters!
ΑπάντησηΔιαγραφήBeautiful!
ΑπάντησηΔιαγραφή