Λίγο μετά, οι δυο νεραιδούλες, ικανοποιημένες που πήραν την πολύτιμη αν και επικίνδυνη συμβουλή και το φυλακτό και αφού την ευχαρίστησαν και την χαιρέτησαν ευγενικά , πήραν το δρόμο του γυρισμού.
Ήταν πραγματικά αποφασισμένες να χρησιμοποιήσουν και τα δυο εφόδια της Μάντισσας προκειμένου να βοηθήσουν τους φίλους τους που ήξεραν με βεβαιότητα πως είναι αθώοι!
Μόλις σηκώθηκαν ψηλά στον αέρα και άρχισαν να πετούν συνάντησαν τον φίλο τους τον Ρούλη το αλογάκι της Παναγίας που με δυο φίλες του ακρίδες , έψαχναν για τροφή αλλά και για παρέα στο παιχνίδι τους,όπως πάντα.
Οι δυο νεραιδούλες, δεν ήθελαν και πολλά παρακάλια. Σε λίγο, στη θορυβώδη και παιχνιδιάρικη παρέα τους, προστέθηκαν μερικά ξωτικά, τρεις νεράιδες των λουλουδιών,μπλε πεταλούδες και τέσσερις λιβελλούλες.
Χάλαγαν τον κόσμο με τα γέλια, τα παιχνίδια και τα ξεφωνητά τους.
Η Μέι και η Φέι, στη ράχη δυο ακρίδων έκαναν διαγωνισμό ποια θα φτάσει με πηδήματα πιο ψηλά. Σιγά-σιγά ανάκατες μυρωδιές άρχισαν να ξεχύνονται απο τα γύρωλουλούδια ώσπου ενώθηκαν όλες μαζί σε μια πελώρια συννεφένια κόκκινη καρδιά που αγκάλιασε όλο τον χλοερό τόπο!
Στη μέση της καρδιάς, δεκάδες μελισσούλες βούιζαν πετώντας χαρούμενα έχοντας στη ράχη τους οι περισσότερες απο αυτές τις νεράιδς των λουλουδιών.
Ήταν ένας παράδεισος χρωμάτων και ευωδιών!
<Αχ! αυτοί οι σημερινοί νέοι !> αναστέναξε ένα κόκκινο καλικαντζαράκι που περνούσε απο εκεί κοντά, < όλη μέρα στο παιχνίδι έχουν τον νου τους!!!>
Κάποια στιγμή όμως, το παιχνίδι τελείωσε και κουρασμένοι όλοι απομακρύνθηκαν και κίνησαν ο καθένας για το σπίτι του.
Το φυλακτό της Μάντισσας, ήταν κρυμμένο καλά στη τσέπη του φουστανιού της Φέι, ενώ η συμβουλή της, ήταν επίσης καλά κρυμμένη στο μυαλό της!
Δεν πρόλαβαν καλά καλά να πατήσουν στο κατώφλι του σπιτιού της γέρικης βελανιδιάς, όταν ακούγοντας ένα γοργό φτεροκόπημα , γύρισαν ξαφνιασμένες τα κεφαλάκια τους προς τον ουρανό.
Ένα πανέμορφο, γαλάζιο περιστέρι κατέβαινε προς το μέρος τους.
Άρχισαν να χοροπηδούν και να ξεφωνίζουν χαρούμενες!
Άπλωσαν τα μικρά, ροδαλά τους χεράκια προς το μέρος του πουλιού που μόλις ακούμπησε τα ποδαράκια του στο κλαρί του δέντρου, μεταμορφώθηκε στην πεντάμορφη μητέρα τους!!! Την γαλάζια νεράιδα!
Το χαμόγελο της, φώτισε όλο το χώρο γύρω τους, ενώ όλες σχεδόν οι πυγολαμπίδες του δάσους , άρχισαν να έρχονται προς το μέρος της φωτίζοντας κι αυτές με τη σειρά τους το χώρο, μιας και την αγαπούσαν πολύ.
Η νεράιδα, αγκάλιασε τις κορούλες της και μαζί πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού ενώ οι απογοητευμένες πυγολαμπίδες αρκέστηκαν να πετούν κυκλικά στο κατώφλι.
<Λοιπόν; Πώς είναι τα λατρεμένα μου νεραιδάκια;>
<Καλά είμαστε μαμά>, έκανε η Φέι < μα, μας έλειψες! Πρώτη φορά λείπεις απο κοντά μας τόσες πολλές μέρες!>
<Το ξέρω γλυκιά μου, μα όπως ξέρετε, υπάρχουν πολλοί που με έχουν ανάγκη.>
< Μα, κι εμείς μαμά σε έχουμε ανάγκη!> είπε η παραπονιάρα Μέι χαιδεύοντας της τρυφερά τα πλούσια μακριά, ξανθά μαλλιά της.
<Καλές μου>, είπε τρυφερά η μητέρα τους, ενώ τώρα πήρε στην αγκαλιά της και τις δυο, <εσείς είστε πάνω απο όλα στη ζωή μου. Όμως ποτέ όπως σας έχω πει πολλές φορές , δεν πρέπει να κοιτάμε μόνο τον εαυτό μας. Πάντα πρέπει να νοιαζόμαστε και για τους γύρω μας!>
<Μπα! > ακούστηκε η βαριά φωνή της Ίλια που έβγαινε απο την κουζίνα, <βρήκατε επιτέλους το δρόμο του γυρισμού;>
Όμως η αγριάδα στη φωνή της, αμέσως μετατράπηκε σε τρυφερότητα όταν αντίκρυσε την μητέρα των νεραιδών.
Την πλησίασε, την αγκάλιασε και της χάιδεψε τρυφερά την πλάτη.
<Πώς είσαι; Κουράστηκες; Γιατί άργησες; Πεινάς; Θέλεις να κοιμηθείς; > άρχισε η Ίλια με έναν καταιγισμό ερωτήσεων που δεν περίμεναν απάντηση. Μ'αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να εκδηλώσει το μητρικό της ενδιαφέρον για τη γαλάζια νεράιδα.
<Αχ! Ίλια>, είπε η νεράιδα χαμογελώντας,<είμαι λίγο κουρασμένη και πρ αγματιά θέλω κάτι να φάω απο τα χεράκια σου! Μου έλειψαν τα νόστιμα φαγητά σου εκεί ψηλά >, είπε κάνοντας ένα νεύμα προς τα πάνω.
Η Ίλια, άλλο που δεν ήθελε να ακούσει. Έτρεξε στο βασίλειο της (την κουζίνα) και έστρωσε τραπέζι για όλους τους.
Φρεσκοψημένο ψωμί με βρώμη, φρέσκο γάλα, τηγανίτες βουτύρου, πατάτες τηγανιτές και χυμό μήλου.
Σε λίγο, όλες τους, έτρωγαν με μεγάλη όρεξη.
Όταν τελείωσαν, οι δυο νεραιδούλες ζήτησαν να μάθουν πως πήγε η αποστολή της μαμάς τους.
<Δυστυχώς>, απάντησε εκείνη ενώ προσπαθούσε να κόψει μια πελώρια ρόγα σταφυλιού στα δυο, <τα αστέρια έχουν ήδη αρχίσει να λιγοστεύουν και φαίνεται σαν κανείς να μη γνωρίζει το λόγο που τα δόντια των μικρών παιδιών δεν είναι πια γερά. Η ξαδέρφη μου, η νεράιδα των δοντιών είναι πολύ στεναχωρημένη. Μάλιστα, νομίζει πως απο εδώ και στο εξής δε θα έχει καμιά δουλειά να κάνει!>
<Πω πω!> έκαναν οι Μέι και Φέι.
<Τέλος πάντων>, συνέχισε η μητέρα τους, ίσως μπορώ να κάνω κάτι ακόμη για να τη βοηθήσω.>
<Τι μαμα;> έκανε να μάθει η πάντα περίεργη Μέι.
<Λοιπόν, αρκετά είπαμε για σήμερα. Ο ήλιος έχει δύσει εδώ και αρκετή ώρα. Γρήγορα στα κρεβάτια σας για ύπνο και τα ξαναλέμε αύριο>.
< Ναι, μαμάκα> είπαν υπάκουαν τα ζωηρά νεραιδάκια και φιλώντας την όπως και την Ίλια φυσικά- κίνησαν για το δωμάτιο τους.
Η μαμά τους, έμεινε να βοηθήσει την Ίλια με τα πιάτα αλλά και να κουτσομπολέψουν λίγο.
Η Μέι και η Φέι δεν είχαν όμως ύπνο. Καθισμένες στα κρεβατάκια τους απο φλούδα φουντουκιού, φαίνονταν προβληματισμένες.
<Και τώρα που ήρθε η μαμά>είπε η Μέι , <πώς θα το σκάσουμε αργά τη νύχτα; Ξέρεις πολύ καλά πως η μαμά δεν κοιμάται σχεδόν καθόλου κι αν κοιμηθεί , κοιμάται σαν πουλάκι όπως είναι και η άλλη της μορφή . Δεν είναι σαν την Ίλια που μέχρι να πεις <μέλι> πέφτει σαν ξερή!>
<Έχεις δίκιο,>έκανε λυπημένα η Φέι <την πατήσαμε! έπρεπε να είχαμε πάει χτες στη Μάντισσα, Άσε το για σήμερα λοιπόν. Αν είμαστε τυχερές η μαμά θα φύγει πάλι μια απο τις επόμενες μέρες. Και τότε θα δράσουμε!>
<Εκτός, κι αν είναι ήδη πολύ αργά!> έκανε η Μέι, αναλογιζόμενη τις συνέπειες που θα είχε η παραπομπή των Πίξι στους Ντέβας των βουνών αν οι νάνοι εξοργίζονταν ακόμη περισσότερο και αψηφούσαν τη φιλία των αρχηγών των δυο φυλών!!!
Όλοι ήξεραν, πως κάποτε, πριν πολλά πολλά χρόνια, ένας άνθρωπος φιλάργυρος και επικίνδυνος κατόρθωσε να φτάσει στη χώρα των νεραιδών και των ξωτικών με σκοπό να βρει το ξακουστό - ακόμα και στον κόσμο των ανθρώπων- ορυχείο των νάνων - ξωτικών Κόμπολντ.
Κανείς δε ξέρει πως, αλλά κάποια στιγμή το ανακάλυψε στους πρόποδες των βουνών.
Εκείνη την ώρα ήταν μόνος του ο αρχηγός τους καθώς η ώρα ήταν περασμένη και οι υπόλοιποι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Ο άνθρωπος αυτός, βλέποντας μόνο του τον αρχηγό των νάνων και μη πιστεύοντας όπως φαίνεται στην καλή του τύχη, πλησίασε αθόρυβα και τον άρπαξε βίαια απαιτώντας με άσχημο τρόπο όλο το θησαυρό!
Ο αρχηγός των νάνων-ξωτικών, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκε να του τον δώσει μιας και είναι επίσης γνωστό πως μόνο η ευγένεια και η καλοσύνη μπορούν να σταθούν ικανές να πάρει κάποιος κάτι απο τον αμύθητο θησαυρό των Κόμπολντ.
Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, άρπαξε το νάνο και απείλησε πως θα τον σκοτώσει αν δεν έκανε όπως του έλεγε!
Για κακή τύχη όμως του αδίστακτου αυτού ανθρώπου και για καλή του αρχηγού των νάνων, εκείνη τη άσχημη στιγμή έτυχε να περνά απο εκεί ο αρχηγός των ξωτικών Πίξι.
( συνεχίζεται...)