Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1/an adventure in Fairyland1 [part 3/μέρος 3]

Την άλλη μέρα το πρωί, η Μέι και Φέι ξύπνησαν πιο ξεκούραστες και δυνατές. Ίσως πράγματι αυτό το αηδιαστικό κατασκεύασμα να τις είχε κάνει καλά.


Αφού πλύθηκαν, έφαγαν με τρομερή όρεξη το νόστιμο νεραιδοκέικ τους που το βουτούσαν μέσα στο ζεστό γάλα.

<Μπορούμε τώρα να πάμε έξω;> ρώτησαν επιφυλακτικά την Ίλια.

Η καλή τους γκουβερνάντα αφού παρατήρησε πάνω απο τα κεφαλάκια τους και είδε πως οι φλογίτσες του πυρετού είχανε σβήσει για τα καλά, τους επέτρεψε να βγουν με τον όρο με τον όρο όμως να έχουν επιστρέψει πριν τη δύση του ήλιου.

Έτσι την ευχαρίστησαν , την φίλησαν τρυφερά στα φουσκωτά της μάγουλα και βγαίνοντας στο κατώφλι του σπιτιού, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν μακριά.

Τα Πίξι , πέρα στην μεριά του ποταμού,στον ρεικότοπο που τα φιλοξενούσε εδώ και αιώνες, δεν είχαν κλείσει μάτι όλη νύχτα. Τι ντροπή! Σκεφτόταν το καθένα απο μόνο του.Τι ντροπή να ακούγονται τέτοιες κατηγορίες για τη φυλή μας!

Ήταν τόση η σαστιμάρα τους εκείνο το πρωινό που μερικά απο αυτά είχαν ξεχάσει να φορέσουν ακόμη και το πολυαγαπημένο τους πράσινο μυτερό καπελάκι!

<Σύντροφοι>, ακούστηκε μια δυνατή φωνή και όλοι γύρισαν προς τη μεριά του αρχηγού τους του Ταν, <πρέπει να δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη ν κατάσταση που δημιουργήθηκε! Δεν είναι σωστό - μιας και ποτέ μας δε βλάψαμε κανέναν ή τίποτα- να υπάρχουν τέτοιες φήμες για μας στον θαυμαστό κόσμο της νεραιδοχώρας μας. Ως και τα ψάρια και τα βατράχια του ποταμού μας αποφεύγουν απο το πρωί. Μόλις ξύπνησα σήμερα, με την αυγή του ήλιου, τρεις πιτσιλωτές πεταλούδες, πετούσαν και γελούσαν κοροιδευτικά απο πάνω μου. Δε θα το ανεχτώ αυτό για την αγαπημένη μας φυλή. Γι'αυτό σας παρακαλώ, όποιος ή όποιοι απο εσάς πήραν αυτά τα πετράδια ,που δεν μας ανήκουν, να τα επιστρέει σήμερα! Τώρα κιόλας !> πρόσθεσε με την δυνατή φωνή του που τώρα ακουγόταν θυμωμένη αλλά και στεναχωρημένη συγχρόνως.

Ένα βουητό, σιγανό στην αρχή ακούστηκε απο τη μεριά των ξωτικών Πίξι που τον άκουγαν. Που έγινε όμως πολύ δυνατό καθώς οι αγανακτισμένες τους φωνές και οι διαμαρτυρίες τους άρχισαν να απλώνονται σε όλο τον ρεικότοπο. Τα πουλάκια γύρω στα δέντρα πέταξαν μακριά φοβισμένα. Ένα θαρραλέο ξωτικό πήρε το λόγο. <Σταματήστε! Δεν έχει νόημα να φωνάζουμε. Αρχηγέ, ως εκπρόσωπος της φυλής μας , σου δίνω το λόγο της ξωτικής μου τιμής πως κανείς απο μας δε θα έκανε ποτέ μια τόσο τρομερή πράξη. Γνωρίζουμε τους νάνους Κόμπολντ, καθώς και την κουραστική δουλειά που κάνουν απο το πρωί ως το βράδυ. ποτέ δε θα τους βλάπταμε!>

<Μάλλον αλλού πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας> , πετάχτηκε ένα άλλο ξωτικό. Ίσως κάποιος μας παγίδευσε για να βρούμε το μπελά μας και να χάσουμε την αξιοπιστία μας!>

<Ποιός να μας βοηθήσει όμως; Ποιός να μας πιστέψει ;> είπε λυπημένα ένα άλλο ξωτικό Πίξι. <Μέσα σε λίγη ώρα , ίσως χάσαμε την αξιοπιστία και την εκτίμηση που μας έχει όλος ο κόσμος μας, για πάντα!>

Όλοι συμφώνησαν θλιμμένα.

<Τέλος πάντων, εγώ έχω εμπιστοσύνη στο λαό μου> είπε ο αρχηγός τους. <Μονάχα να έχετε το νου σας αν ακούσετε κάτι ή δείτε κάποια παράξενη κίνηση. Ισως έχετε δίκιο και κάποιος να προσπαθεί να μας παγιδεύσει!>

Τα ξωτικά διαλύθηκαν μουδιασμένα και απογοητευμένα και άρχισαν να ασχολούνται με τις δουλειές της ημέρας. Φυσικά πού κέφι για σκανταλιές και πειράγματα εκείνη την μέρα...

Δυο απο τα Πίξι, η Σάλι και ο Μάλι, ξεμάκρυναν απο τους υπόλοιπους για μια ήρεμη βολτούλα . Περπατούσαν με βήμα αργό και το κεφαλάκι τους σκυφτό , ενώ διάφορες σκέψεις κατέκλυζαν τα μυαλουδάκια τους.

Σταμάτησαν και κάθησαν κάτω απο μια κατακόκκινη παπαρούνα ενώ απο πάνω τους δούλευε ακούραστα μια νεράιδα ετοιμάζοντας το όμορφο λουλούδι για την καθημερινή επίσκεψη των μελισσών.

<Τι λες εσύ για όλα αυτά;> ρώτησε η Σάλι τον Μάλι. <Τι να σου πω. Μου φαίνονται περίεργα. Μάλλον έχουν δίκιο οι άλλοι πως πρόκειται για συνομωσία>είπε ο Μάλι..<Ίσως θα έπρεπε να βρούμε τους νάνους και να τους πούμε για τις υποψίες μας.>

<'Οχι ακόμη Σάλι . Ας περιμένουμε λίγο και σήμερα. Ίσως σταματήσουν οι κλοπές μετά τη χτεσινή φασαρία.>

Ο Μάλι, λέγοντας τα αυτά , πήρε με το χεράκι του λίγη χλόη κι άρχισε να την μασουλάει ανόρεχτα. <Να! Έρχονται οι φιλες μας > είπε ο Σάλι ενώ σηκωνόταν όλο χαρά.

Ο Μάλι, σήκωσε το κεφαλάκι του και είδε τις αγαπημένες του φίλες και συντρόφους στο παιχνίδι να κατεβαίνουν απο ψηλά με ένα γρήγορο θρόισμα των φτερών τους.

Στα χέρια της η Φέι κρατούσε κάτι. < Αχ και να ήταν νεραιδοκέικ !> σκέφτηκε ο πάντα πεινασμένος Μάλι. Μα ναι, ήταν κεικ και μάλιστα απο το αγαπημένο του. Απο τα χέρια της τρομερής Ίλια της καλύτερης μαγείρισσας του νεραιδόκοσμου!

Η Φέι άπλωσε το χεράκι της και του το έδωσε γελώντας μιας και ήξερε βέβαια πόσο τρελαινόταν γι'αυτό!

<Τι καλά που σας βλέπουμε πάλι!> είπε η Μέι αγκαλιάζοντας την Σάλι και τον Μάλι που ήταν μπουκωμένς με κεικ.

< Μας λείψατε!> είπε η Σάλι. <Ελπίζουμε τώρα να είστε εντελώς καλά!>

<Μα ναι>, αποκρίθηκε η Φέι < αλλιώς νομίζεις πως θα μας άφηνε η τρομερή Ίλια να ξεμυτίσουμε απο τα νεραιδοκρέβατα μας; > <μα πεστε μας>, συνέχισε η ανυπόμονα η μικρή νεράιδα < τι συνέβη χτες; ανακάλυψαν τελικά τον κλέφτη;>

< Όχι!>, είπαν με μια φωνή όλο απογοήτευση τα δυο ΠΊξι και κατέβασαν με μιας τα χαριτωμένα κεφαλάκια τους λες και ντρέπονταν.

Μια πρωινή δροσοσταλίδα κύλησε απο την ανεμώνα απο πάνω τους και τους πιτσίλισε.

<Ελάτε> είπε η Μέι ας περπατήσουμε λίγο.

Πιο κάτω ένας γέρικος νάνος τους προσπέρασε βιαστικά γυρίζοντας επιδεικτικά το κεφάλι του απο την άλλη μεριά όταν τους συνάντησε.

[συνεχίζεται]

Δεν υπάρχουν σχόλια: