Ο αρχηγός των νάνων-ξωτικών, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκε να του τον δώσει μιας και είναι επίσης γνωστό πως μόνο η ευγένεια και η καλοσύνη μπορούν να σταθούν ικανές να πάρει κάποιος κάτι απο τον αμύθητο θησαυρό των Κόμπολντ.
Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, άρπαξε το νάνο και απείλησε πως θα τον σκοτώσει αν δεν έκανε όπως του έλεγε!
Για κακή τύχη όμως του αδίστακτου αυτού ανθρώπου και για καλή του αρχηγού των νάνων, εκείνη τη άσχημη στιγμή έτυχε να περνά απο εκεί ο αρχηγός των ξωτικών Πίξι.
Αντιλαμβανόμενος εκείνος ότι κάτι φοβερό συνέβαινε, έβαλε σε ενέργεια ένα απο τα πιο μαγικά και δραστικά του ξόρκια και μεμιας ένας κεραυνός έπεσε απο ψηλά χτυπώντας τον ελεεινό άνθρωπο και κάνοντας τον να το βάλει στα πόδια κατατρομαγμένος, ξεφωνίζοντας!
Ο αρχηγός των νάνων ευχαρίστησε θερμά τον αρχηγό των ξωτικών Πίξι και απο εκείνη τη στιγμή οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι.
Ως σήμερα που κάτι έμοιαζε να απειλεί αυτή τη πολύτιμη σχέση...
Εκείνο το βράδυ, το σκοτάδι προχωρούσε γοργά. Τα δέντρα άρχισαν το νυχτερινό τους κουβεντολόι και έσκυβαν μπροστά ή έγερναν στο πλάι , προσπαθώντας να φτάσει το ένα το άλλο, ενώ το θρόισμα των πυκνών τους φύλλων σκέπαζε τους ψιθύρους τους.
Ωστόσο, το πυκνό σκοτάδι και οι ψίθυροι των δέντρων δε στάθηκαν ικανά να κρύψουν μια φευγαλέα σκιά που προχωρούσε προσεκτικά μέσα απο τις συστάδες των δέντρων.
Η σκιά αυτή , θαρρείς και πετούσε αφού δεν ακούγονταν βήματα. Και άφηνε πίσω της μια ψύχρα, θαρρείς και ήτανε αέρας παγερός. Και κατευθυνόταν προς τους πρόποδες των βουνών. Εκεί που βρίσκονταν τα ορυχεία των νάνων...
Δεν πρόλαβαν να ανοίξουν τα μάτια τους το επόμενο πρωινό η Μέι και η Φέι , όταν αντίκρυσαν μια θυμωμένη μαμά να στέκεται πάνω απο τα κρεβάτια τους.
- Καλημέρα μαμά, είπαν και οι δυο διστακτικα΄.
-Καλημέρα και σε σας, δεσποινίδες μου! Τι λέει για σήμερα το πρόγραμμα σας; Μήπως ακόμη μια κρυφή επίσκεψη στη Μάντισσα;
Οι δυο νεραιδούλες δε μίλησαν. Ήταν αργά πια να αρχίσουν τις δικαιολογίες. Απο το ύφος της μητέρας τους, κατάλαβαν πως ήδη τα ήξεραν όλα!
Έτσι η Φέι, ως η πιο θαρραλέα, πήρε το λόγο.
-Συγνώμη μαμά! Το ξέραμε οτι είναι λάθος, μα έπρεπε να πάμε! Ήταν ο μόνος τρόπος να βοηθήσουμε τους φίλους μας αφού όλοι τους έχουν γυρίσει την πλάτη!
Η μητέρα τους, η γαλάζια νεράιδα, κατάλαβε ποιούς εννοούσαν οι κόρες της , μιας και είχε ήδη πληροφορηθεί όλα τα γεγονότα που έγιναν όσο αυτή έλειπε , απο την Ίλια.
Όμως σε καμμία περίπτωση περίπτωση δεν μπορούσε να αγνοήσει την ανυπακοή των κοριτσιών της!
-Σιωπή! φώναξε αγριεμένα η γαλάζια νεράιδα, δε θέλω να ακούσω τίποτα άλλο! Το ξέρετε απο πολύ μικρές ότι είναι απαγορευμένο να πηγαίνετε μόνες σας εκεί χωρίς τη συνοδεία κάποιου μεγάλου! Δε πρέπει ποτέ να περνάτε μόνες σας τον ποταμό! Σας το έχω ξαναπεί χιλιάδες φορές πως είναι επικίνδυνο!
Οι δυο αδερφούλες, απέμειναν να την κοιτούν σαστισμένες. Πρώτη φορά έβλεπαν τη μαμά τους τόσο θυμωμένη. Μα ήταν και η πρώτη φορά που την είχαν παρακούσει!
Η αλήθεια ήταν πως πολλές φορές είχαν ακούσει ξανά και ξανά την ίδια συμβουλή και φοβέρα συνάμα: ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ διότι εκεί κατοικεί η Λάμια . Ένα φοβερό και αποτρόπαιο πλάσμα που παίρνει συνήθως τη μορφή πεντάμορφης γυναίκας είτε για να σαγηνέψει τα αρσενικά είτε για να παρασύρει τα παιδιά και να τα πνίξει!
Πέρα στον ρεικότοπο εκείνη την ώρα, είχαν ανάψει για τα καλά τα αίματα. Τα Πίξι, είχαν πιάσει απο το πρωί τον καυγά και κατηγορούσε το ένα το άλλο, μιας και μόλις πριν λίγο είχε φύγει απο εκεί ένας απεσταλμένος των νάνων Κόμπολντ που είχε έρθει να τους προειδοποιήσει για τελευταία φορά όπως είπε!
Τα πουλιά που είχαν καθίσει γύρω στον ρεικότοπο για να ξεκουραστούν, τώρα πετούσαν εδώ κι εκεί τρομαγμένα απο τις φωνές και το θόρυβο!
Η Σάλι και ο Μάνι, κάθονταν κάτω απο ένα χαμομηλάκι και κοιτούσαν τριγύρω θλιμμένα.
Απο το παράθυρο του σπιτιού του, χαμηλά στον κορμό της πολύχρονης συκομουριάς, ο Ντάνζι, ο νάνος ράφτης, παρακολουθούσε τα δραματικά γεγονότα και μονολογούσε κουνώντας το κεφάλι του - Πάει, χάλασε και ο κόσμος μας...
Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο η Μέι και η Φέι έμειναν τιμωρία στο σπίτι. Η μητέρα τους δε τους μιλούσε και το ίδιο και η αγαπημένη τους γκουβερνάντα!!!
Το μεσημέρι έφαγαν σιωπηλά και μετά, γραμμή πάλι στο δωμάτιο τους.
-Μα, πως το έμαθε άραγε η μαμά; αναρωτήθηκε η Μέι.
-Πως αλλιώς; θυμάσαι χθες που ανέφερε πως θα ζητήσει συμβουλή απο κάπου για να βοηθήσει τη ξαδέρφη της την νεράιδα των δοντιών; Σίγουρα πρωί πρωί θα επισκέφτηκε την Μάντισσα. Ναι, σίγουρα αυτή θα την ενημέρωσε για την επίσκεψη μας! Ξέρεις πολύ καλά πως η Μάντισσα δε μπορεί να κρύψει τίποτα και λέει πάντα την αλήθεια!
-Και τώρα; τι θα κάνουμε;
-Δε ξέρω, είπε η Φέι και ξάπλωσε στο φουντουκένιο κρεβάτι της βάζοντας τα δυο της χέρια για προσκεφάλι.
<Τρα λα λα τρα λα λο, το αερικό ατίθασο και ζωηρό έκανε όλο το κακό! Τρα λα λα, τρα λα λο>
Απο το πρωί ως και τώρα που πλησίαζε η δύση του ηλίου , ακουγόταν το ίδιο μονότονο κι εκνευριστικό τραγούδι απο τα τζιτζίκια πάνω στα δέντρα που βρίσκονταν δίπλα στο ορυχείο.
- Μας έχετε ζαλίσει πια!!! Έχουμε τις σκοτούρες μας, έχουμε κι εσάς! Ανόητοι τζίτζικες!, διαμαρτύρονταν απο το πρωί οι νάνοι.
Όμως οι τζίτζικες , απτόητοι, συνέχιζαν το χαρούμενο και ξένοιαστο τους τραγούδι!
Το απόγευμα, η Σάλι και ο Μάνι , οι φίλοι των μικρών νεραιδών, παραξενεμένοι που είχαν να τις δουν δυο μέρες, αποφάσισαν να πάνε σπίτι τους να δουν τι κάνουν και να τους πουν για την τελευταία προειδοποίηση των νάνων.
Ανεβαίνοντας στη ράχη ενός μικρού σπουργιτιού, βρέθηκαν αμέσως έξω απο την πόρτα τους.
Τους άνοιξε η Ίλια.
Η Σάλι τη φοβόταν λίγο έτσι γεροδεμένη και φωνακλού που ήταν, μα ο Μάνι την λάτρευε γιατί πάντα τον φίλευε με τις καλύτερες νοστιμιές της!
- Βρε, καλώς τους! Έκανε καλοσυνάτα η Ίλια μόλις τους αντίκρυσε στο κατώφλι και τους έκλεισε στην τεράστια της αγκαλιά.
-Πού ήσασταν βρε τόσο καιρό και δεν ερχόσασταν να με δείτε;
Μέσα στην αγκαλιά της, τα μικρούλικα ξωτικά κόντευαν να σκάσουν! Με το ζόρι κατόρθωναν να αναπνέουν έτσι που τα έσφιγγε!
-Άντε , περάστε. Σίγουρα ήρθατε να δείτε τις τιμωρημένες φίλες σας κι όχι εμένα τη γριά!
-Τιμωρημένες; έκανε απορημένος ο Μάνι. Γιατί;
- Το γιατί θα σας το πουν οι ίδιες. Πηγαίνετε στο δωμάτιο τους κι εγώ θα φέρω τα κεράσματα σας!
Τα δυο ξωτικά κινήθηκαν με μικρά πηδηματάκια προς το δωμάτιο των κοριτσιών.
Χαρά που έκαναν οι μικρές νεράιδες μόλις τους είδαν! Μετά τα πρώτα γέλια όμως, η Σάλι ρώτησε σοβαρά τι συνέβη.
Η Φέι, τους διηγήθηκε την ανυπακοή τους και το λόγο φυσικά για τον οποίο πήγαν να συμβουλευτούν την Μάντισσα.
Η Σάλι και ο Μάλι, στεναχωρήθηκαν που άθελα τους, έγιναν αιτία να βρουν τον μπελά τους και να τιμωρηθούν οι φίλες τους!
Πάνω στην ώρα, να και η Ίλια, με έναν δίσκο απο κολοκυθόφλουδα γεμάτα απο κάθε λογής λιχουδιές.
Οι τέσσερις φίλοι, στρώθηκαν γύρω απο το τραπεζάκι των κοριτσιών, που δεν ήταν τίποτα άλλο απο ένα αναποδογυρισμένο βότσαλο, κι έφαγαν του σκασμού!
- Και δε μας είπατε, τι συμβουλή σας έδωσε τελικά η Μάντισσα; έκανε να μάθει ο Μάνι.
- Δυστυχώς, δεν πρέπει να την αποκαλύψουμε σε κανέναν μας είπε, απάντησε η Μέι. Ούτε μεταξύ μας κάνει να τη συζητάμε. Παντού μας είπε υπάρχουν αυτιά! Μάλιστα μας έδωσε κι ένα απο τα μαγικά της φυλακτά. Για ώρα ανάγκης μας είπε.
Τα ξωτικά έβγαλαν ένα επιφώνημα θαυμασμού και στη συνέχεια, εξιστόρησαν στα κορίτσια τον καυγά που έγινε πάλι το πρωί στη φυλή τους.
Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ, πρόσθεσαν. Οι κλοπές συνεχίζονταν και οι νάνοι είναι περισσότερο αγριεμένοι απο ποτέ! Μάλιστα, έδωσαν διορία μέχρι και αύριο για να επιστραφούν τα κλοπιμαία, αλλιώς...
Η φράση δεν τελείωσε παρά έμεινε μετέωρη να πλανιέται στον αέρα , μιας και όλοι ήξεραν πως το λόγο απο εδώ και πέρα θα τον είχαν οι Ντέβας των βουνών! ( συνεχίζεται)