Την ιδια ώρα, εκείνο το όμορφο ζεστό πρωινό, στα ορυχεία των νάνων,στους πρόποδες των βουνών που κατοικούσαν και προστάτευαν οι Ορεάδες,επικρατούσε σύγχυση και απογοήτευση ανάμεσα στους νάνους.
Οι νανοι γενικά, κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο νεραιδοβασίλειο. Απο τη φύση τους πολύ σοβαροί και προσγειωμένοι, διαθέτουν πολυ υπομονή , στοιχείο πολύ απαραίτητο στην σκληρή τους εργασία.
Σαν πνεύματα της γης, ενδιαφέρονται για όλα τα αγαθά που έχει αυτή να προσφέρει για αυτό και η κύρια τους ενασχόληση είναι τα ορυχεία.
Όταν ασχολούνται με την εργασία τους,γίνονται ζωηροί και ενθουσιώδεις και η χαρά τους είναι να μοιράζονται τις απεριόριστες γνώσεις τους για τον ορυκτό πλούτο με όποιον επιθυμεί να μάθει.
Πολλές φορές μάλιστα,εκμυστηρεύονται τις γνώσεις και τα μυστικά τους ακόμη και σε ανθρώπους που επιθυμούν πραγματικά να μάθουν.
Ιδιαίτερα οι νάνοι Κόμπολντ,έχουν φιλικές διαθέσεις προς τους ανθρώπους και αρκετές φορές τους οδηγούν σε πλούσιες φλέβες χρυσού και άλλων πολύτιμων μεταλλευμάτων. Είναι δηλαδή οι φυσικοί ιδιοκτήτες των πολύτιμων μετάλλων και λίθων που υπάρχουν σε αφθονία στη γη!
Γι'αυτό το λόγο αλλά κυρίως για το ότι πρώτη φορά συνέβαινε κάτι το τόσο απεχθές στο μικρό βασίλειο τους , ήταν τόσο ταραγμένοι εκείνες τις μέρες.
Εκείνο το πρωί μάλιστα, σάστισαν καθώς διαπίστωσαν μόλις έφτασαν στο τόπο της εργασίας τους ,την κλοπή κι άλλων πολύτιμων πετραδιών που είχαν εξορύξει μόλις το προηγούμενο απόγευμα!
< Α! Αυτό πια πάει πολύ!> αναφώνησαν οι περισσότεροι, φανερά εξογισμένοι, μόλις το διαπίστωσαν.
<Ουτε να φοβηθούν πια μετά τις χτεσινές μας απειλές!> είπαν μερικοί με αληθινή στεναχώρια.
<Ίσως τελικά αρχηγέ>, είπε ένας κάπως κακομούτσουνος νάνος, < να πρέπει να καταφύγουμε στους Ντέβας του βουνού>
<Όχι, σύντροφοι μου! Ας κάνουμε λίγη υπομονή. Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα συνετιστούν, ειδικά μετά τα χτεσινά, μιας και τα έχει μάθει, όπως πληροφορήθηκα όλος ο νεραιδόκοσμος.>
Απο την άλλη, σκέφτηκε λυπημένος ο ηλικιωμένος αρχηγός των νάνων, δε θέλω να χαλάσω την μακρόχρονη φιλία μου με τον αρχηγό των ξωτικών Πίξι.
Οι δυο αρχηγοί είχαν μια αιώνια θα έλεγε κανείς - με τα ανθρώπινα δεδομένα μέτρησης του χρόνου- αληθινή και αγνή φιλία .Όμως τώρα , με όλα αυτά τα γεγονότα ποιός ξέρει που θα κατέληγε η όμορφη αυτή σχέση.
Το όμορφο πρωινό, έδωσε σιγά σιγά τη θέση του στο απογευματινό σούρουπο μιας και ο ήλιος είχε πια αποφασίσει να αποσυρθεί για την βραδινή του ξεκούραση.
Η Μέι και η Φέι , βλέποντας το φως της ημέρας όλο και να λιγοστεύει, χαιρέτησαν τους φίλους τους και τους ζήτησαν να μη στεναχωριούνται γιατί γρήγορα θα αποκαλυφθεί ο αληθινός ένοχος και πέταξαν για το σπίτι τους.
Γαργαλιστικές μυρωδιές ξεχύνονταν απο την κουζίνα του σπιτιού της γέρικης βελανιδιάς.
<Καλώς τις!>, έκανε χαρωπά η Ίλια μόλις τις είδε να μπαίνουν φουριόζες και αναμαλλιασμένες απο το πρώιμο βραδινό αεράκι.
<Τι καλό μας μαγείρεψες καλή μας γκουβερνάντα;>
<Μα τι άλλο>, έκανε εκείνη πονηρά, <απο το αγαπημένο φαγητό όλων των πλασμάτων; Τηγανίτες πατάτας με μέλι!>
<Γιούπι!!!> φώναξαν με χαρά οι νεραιδούλες και στρώθηκαν για φαί.
Καθώς περνούσε η ώρα και το σκοτάδι άπλωνε τις σκιές του σε όλο το νεραιδοδάσος, μια σκοτεινή, αλλόκοτη φιγούρα, περιδιάβαινε σκυφτή, κοιτώντας συνέχεια δεξιά και αριστερά γαι κάποιο άγρυπνο και αδιάκριτο βλέμμα.
Ένα σαρδόνιο και κάπως μοχθηρό γέλιο ακούστηκε απο τη μεριά του που όμως πέταξε μακριά, πέρα απο τις κορφές των βουνών και χάθηκε μαζί με το γάργαρο νερό του μεγάλου ποταμού...
Το άλλο πρωί,οι δυο νεραιδούλες ξύπνησαν προβληματισμένες.
< Τι θα κάνουμε;> αναρωτήθηκε η ευαίσθητη Μέι,< σίγουρα κάτι μπορούμε να κάνουμε κι εμείς για να βοηθήσουμε τα αγαπημένα μας Πίξι>
Η ατρόμητη Φέι, σκέφτηκε λίγο κι έπειτα είπε συνωμοτικά στη αδερφή της<Έχω ένα σχέδιο!>
<Τι;> έκανε να μάθει περίεργη η Μέι.
<Θα δεις!> της είπε η Φέι, αφήνοντας ένα μυστήριο να πλανηθεί στον αέρα.
Παίρνοντας λίγο κέικ για το δρόμο, ξεκίνησαν γρήγορα γρήγορα για την πρωινή τους βόλτα, φιλώντας βιαστικά την παραξενεμένη Ίλια.
Η Φέι , άρπαξε απο το χέρι την αδερφή της και κίνησαν με ένα γοργό θρόισμα των μικροσκοπικών φτερών τους για μια άγνωστη διαδρομή.
<Μα πού πάμε;> ρώτησε απορημένη η Μέι.
< Πέτα και μη μιλάς, θα δεις!>
Στο δρόμο τους,συνάντησαν πολλά πλάσματα του βασιλείου τους που καταγίνονταν με τις πρωινές τους δουλειές.
Συνάντησαν και τη φίλη τους τη Νάδα,τη λιβελλούλα που τις χαιρέτησε εγκάρδια.
Δεν κοντοστάθηκαν πουθενά.
Και τραβώντας συνέχεια η Φέι τη Μέι απο το χέρι , έφτασαν στην άλλη άκρη της ρεματιάς στο μέρος όπου οι πιο όμορφες καμπανούλες του κόσμου φύτρωναν.
<Μα εδώ, μένει...> έκανε σαστισμένη η Μέι.
<Ναι εδώ!> είπε πονηρά η Φέι.
<Μα Φέι, ξέρεις πως αυτό το μέρος είναι απαγορευμένο για εμάς! Τι θα πει η μαμά, η Ίλια αν το μάθουν;>
<Αυτό δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι! Όμως είναι για καλό!> 'ειπε η Φέι ανυπόμονα <Έλα , προχώρα!>
Περπατώντας σιγά και αναπνέοντας τον τον υπέροχο καθαρό πρωινό αέρα και την μαγευτική μυρωδιά των λουλουδιών, βρέθηκαν έξω απο ένα ξύλινο μικροσκοπικό σπιτάκι γεμάτο απο λουλούδια απο τη στέγη ως τα θεμέλια!
Δεντράκια στο ύψος του σπιτιου , στο χρώμα του ουρανού και φορτωμένα με άσπρους παράξενους καρπούς, το πλαισίωναν, ενώ πουλάκια σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου πετούσαν τριγύρω, τιτιβίζοντας χαρούμενα. Ήταν όλα τόσο μαγευτικά!
Η Φέι ξεροκατάπιε και αποφασιστικά έκανε μερικά βήματα μπροστά , για να βρεθεί ακολουθούμενη απο την αδερφή της , ακριβώς μπροστά απο την ροζ λουλουδιασμένη πόρτα του υπέροχου σπιτιού.
Σηκώνοντας το χέρι της χτύπησε την πόρτα δυο φορές και αυτή άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο...
[συνεχίζεται]