Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι 1/fairytale 1. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι 1/fairytale 1. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Αφιερωμένο στον μπαμπά μου και σε όλους τους μπαμπάδες....(αναδημοσίευση για τη γιορτή του πατέρα)-Περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1 ( μέρος10ο το τέλος)- An adventure in Fairyland 1 ( part 10th the end)


...Ήταν ένα...τίποτα! Ή μάλλον ένα πλάσμα σαν αέρας , σαν καπνός,χωρίς σώμα ,χωρίς δέρμα,χωρίς τίποτα! Μόνο σχεδόν μια σκιά!


Ήταν το αερικό του δάσους! Ήταν σίγουρες γι’αυτό. Πολλές φορές είχαν ακούσει ιστορίες για το αερικό,συνήθως τρομακτικές,αλλά μιάς και κανείς απο τους γνωστούς τους δεν το είχε δει ποτέ, δεν πίστευαν καν στην ύπαρξη του! Να όμως που τώρα ήταν εκεί και τις κρατούσε γερά απο τα μαλλιά!

Η ανάσα του έβγαινε κρύα, σαν χειμωνιάτικος αέρας πάνω απο τα τρομαγμένα προσωπάκια τους! Η φωνή του όταν τους μίλησε ήταν ψυχρή – Τι θέλετε εσείς τέτοια ώρα εδώ; Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε! Εμένα τίποτα δε με σταματά,αν δεν αποκτήσω όλο τον πλούτο της γης!

Η Μέι και η Φέι , κοιτούσαν τη σκιά , αυτό το πλάσμα τέλος πάντων, έχοντας τα προς στιγμή χαμένα! Τότε κατάλαβαν! Αυτός ήταν ο κλέφτης των ορυχείων! Συγκεντρώνοντας όλο το θάρρος και το κουράγιο της, η Φέι σήκωσε το φυλακτό της Μάντισσας και το έστρεψε γρήγορα προς τη μεριά του αερικού, λέγοντας με δυνατή φωνή που ξάφνιασε ακόμη και τον εαυτό της : - Στο όνομα του φυλακτού! Στο όνομα της γαλάζιας πέτρας! Μείνε εδώ που είσαι όπως αυτή η πέτρα!

Λέγοντας αυτά τα λόγια, η Φέι, μια απόκοσμη λάμψη ξεπετάχτηκε απο το εσωτερικό του φυλακτού και όρμησε μεμιάς πάνω στο κατάπληκτο αερικό! Με μιας, οι δυο νεραιδούλες, βρέθηκαν κάτω στο χορτάρι, αφού το αερικό που τις κρατούσε , είχε πετρώσει!

- Η Μάντισσα λοιπόν είχε δίκιο! Σκέφτηκαν η Μέι και η Φέι ενώ πιασμένες χέρι με χέρι άρχισαν να τρέχουν μέσα στο δάσος χαρούμενες χωρίς να φοβούνται πια το σκοτάδι!

Είχε αρχίσει πια να χαράζει στην μαγική Νεραιδοχώρα, όταν έφτασαν στο ρεικοτόπι. Tα Πίξι όπως ήτανε φυσικό κοιμόντουσαν. – Ξυπνήστε, ξυπνήστε!!! Άρχισαν να φωνάζουν και οι δυο, σας έχουμε μια μεγάλη έκπληξη!

Μερικά Πίξι πετάχτηκαν αγουροξυπνημένα απο τα ρεικια στα οποία φώλιαζαν κι έτριψαν νυσταγμένα τα ματάκια τους.

- Έχουμε θαυμάσια νέα να σας πούμε!

- Σε λίγο όλα τα Πίξι μαζεύτηκαν γύρω τους ενώ ο ουρανός άρχισε να παίρνει ένα αχνογάλαζο χρώμα.

- Πάμε στα ορυχεία, είπε η Μέι επιταχτικά, απευθυνόμενη στα Πίξι.

- - Πάλι; Τι να κάνουμε εκεί; Διαμαρτυρήθηκαν μερικά.

Χωρίς άλλα λόγια, η Μέι και η Φέι, άρχισαν να παίρνουν πάλι το δρόμο που οδηγούσε στα ορυχεία ακολουθούμενες αυτή τη φορά απο τα ξωτικά και απο το σαστισμένο αρχηγό τους που είχε ξεσηκωθείνκι αυτός με τις φωνές τους.

Απο πίσω ακολουθούσαν περίεργα Τρολς,που έτυχε να βρίσκονται εκεί κοντά, το Πέπρικον και ο παπουτσής,οι τέσσερεις νεράιδες των λουλουδιών καθώς και πολλά έντομα και ζωάκια του δάσους.

Όλοι είχαν ξυπνήσει απο τις φωνές και τώρα ήταν περίεργοι να δουν την έκπληξη που είχαν ετοιμάσει στα Πίξι οι δυο αδερφούλες.

Στο μεταξύ , οι νάνοι Κόμπολντ, μόλις είχανε φτάσει στα ορυχεία και έκπληκτοι αντίκρυσαν το παράξενο πέτρινο άγαλμα που είχε γαλαζωπό χρώμα. Η έκπληξη τους μεγάλωσε βέβαια, όταν παρατήρησαν δίπλα του, χάμω στο χορτάρι ένα μεγάλο σάκο. Ο αρχηγός πλησίασε και ανοίγοντας τον, τι να δει; Τα πετράδια τους! Τα πολύτιμα τους πετράδια που με τόσο κόπο έβγαζαν κάθε μέρα απο τη γη και τόσο καιρό χάνονταν μυστηριωδώς!

Τα τζιτζίκια εκείνη τη στιγμή, άρχισαν πάλι το μονότονο και εκνευριστικό τους τραγούδι των τελευταίων ημερών – Τρα λαλα τρα λαλο...

- Μα τι συμβαίνει; Πώς βρέθηκαν εδώ τα πετράδια; Αναρωτήθηκαν όλοι σαστισμένα.

- Κάτι συμβαίνει με αυτό το άγαλμα. Κάποια σχέση έχει, έκανε ο αρχηγός των νάνων τρίβοντας παραξενεμένος το κεφάλι του.

- Και με αυτό το τραγούδι των τζιτζικιών θα έλεγα ότι κάτι συμβαίνει, συμπλήρωσε με σοβαρό ύφος ένας νάνος που είχε αρχίσει να υποπτεύεται κάτι.

Ένα δυνατό βουητό και φωνές απο πέρα τους έκαναν να γυρίσουν ξαφνιασμένοι τα κεφάλια τους προς τη μεριά του δάσους.

- Μα τι συμβαίνει τέλος πάντων σήμερα; Αναρωτήθηκαν όλοι οι νάνοι. Έκπληκτοι αντίκρυσαν πολλά πλάσματα της Νεραιδοχώρας να έρχονται προς το μέρος τους. Η Μέι και η Φέι, πλησίασαν πρώτες. Με χαρούμενο και αποφασιστικό ύφος, η Φέι στάθηκε δίπλα στο πέτρινο άγαλμα και είπε με δυνατή φωνή: - Ορίστε ο κλέφτης των πετραδιών!

Σιγή απλώθηκε παντού.Κανείς δε μιλούσε.

- Μα τι λές κορίτσι μου; Έκανε ο υπαρχηγός των νάνων. Πώς είναι δυνατόν μια πέτρα να κλέψει;

- Τώρα είναι μια πέτρα, πετάχτηκε η Μέι ανυπόμονα, πριν λίγες ώρες ήταν το κακό αερικό που όπως έχουμε όλοι μας ακούσει πολλές φορές, του αρέσει να κλάβει και να εξαπατά!

Επιφωνήματα ακούστηκαν τριγύρω. Άλλα απο θαυμασμό, άλλα απο αγανάκτηση και άλλα απο δυσπιστία. Η Φέι τότε, εξιστόρησε τα πάντα στους παρευρισκομένους, αρχίζοντας απο την επίσκεψη τους στη Μάντισσα.

- Τέλος καλό, όλα καλά, κατέληξε αφού τελείωσε τη διήγηση της.

- Μα τα υπόλοιπα κλοπιμαία πού είναι; Διαμαρτυρήθηκαν μερικοί νάνοι. Η Φέι σάστισε προς στιγμή, μα αμέσως μετά έβγαλε την πέτρα-φυλακτό απο την τσέπη της και την έστρεψε προς τη μεριά του αγάλματος. – Στο όνομα του φυλακτού! Στο όνομα της γαλάζιας πέτρας! Γίνε όπως ήσουν πριν έρθει αυτή η πέτρα!

Μεμιάς,γαλαζωπές φλογίτσες άρχισαν να ξεπετάγονται απο το εσωτερικό του αγάλματος και άρχισαν να εισχωρούν μέσα στην μπλε πέτρα του φυλακτού.

Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα όλοι όσοι ήταν εκεί, αντίκρυζαν ένα περίεργο αέρινο πλάσμα , χωρίς σάρκα και οστά! Σαν να έβλεπαν καπνό να αιωρείται!

Μόνο κάτι τρύπες στην κορυφή του υποδήλωναν ότι εκεί πρέπει να ήταν τα μάτια και το στόμα του. Η σκιά άρχισε να τρέμει. Βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση!

Ο αρχηγός των νάνων πήρε το λόγο – Ποιός είσαι και τι γυρεύεις στα μέρη μας; Με ποιό δικαίωμα κλέβεις ξένη περιουσία;

- Είμαι ο Γουίλι το αερικό, είπε η σκιά με μια βαθιά , απόκοσμη φωνή.Ζητώ συγνώμη για την αναστάτωση που σας προκάλεσα. Θα τα επιστρέψω τώρα κιόλας και τα υπόλοιπα πετράδια.

Και κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του άρχισαν να ξεπετάγονται απο μέσα του τα πολύτιμα πετράδια που είχε κλέψει τις προηγούμενες μέρες! Λες και τα είχε καταπιεί! Όλοι είχαν σαστίσει.

- - Μα γιατί το έκανες αυτό; Σαν πλάσμα της Νεραιδοχώρας που είσαι κι εσύ, θα ξέρεις πως ένας απο τους βασικούς μας νόμους είναι να μην κλέβουμε, είπε αγριεμένος ο αρχηγός των ξωτικών Πίξι που η φυλή του κατηγορούνταν τόσες μέρες άδικα. Το αερικό , έσκυψε το κεφάλι και δεν μίλησε. Ότι είχε κάνει, το είχε κάνει απο καθαρό δόλο! Όλοι το κατάλαβαν. Και σαν αγνά πλάσματα που ήταν, το συγχώρεσαν.

Με ένα απαλό φύσημα του ανέμου, το αερικό σηκώθηκε και εξαφανίστηκε σε άλλους τόπους μακρινούς . Οι νάνοι Κόμπολντ, γύρισαν και κοίταξαν τα ξωτικά Πίξι που στέκονταν άναυδα ακόμη, πιο πέρα.

Πρώτος πήρε το λόγο ο αρχηγός των νάνων. –Εκ μέρους της φυλής μου, θέλω να ευχαριστήσω πρώτα απο όλα τις άξιες νεράιδες Μέι και Φέι που χάρη σε αυτές αποκαλύφθηκε ο κλέφτης των ορυχείων και βέβαια, ζητώ ταπεινά συγνώμη απο όλους σας και απο το φίλο μου τον αρχηγό σας, γιατί σας υποπτευθήκαμε άδικα για αυτή την απαίσια πράξη. Σε αντάλλαγμα, για την ταλαιπωρία που σας προκαλέσαμε, σας παρακαλούμε να δεχθείτε ως δώρο απο όλους εμάς τους νάνους, μερικά πολύτιμα πετράδια!

Ο αρχηγός των Πίξι απάντησε: -Σας συγχωρούμε φυσικά! Όμως αντί για το δώρο που μας προσφέρετε θα θέλαμε κάτι άλλο!

- Τι; Ρώτησε ξαφνιασμένος ο αρχηγός των νάνων.

- Να κάνουμε όλοι μαζί, ενωμένοι όπως παλιά μια υπέροχη γιορτή που όμοια της δεν έχει ξαναδεί το νεραιδοδάσος!

- Ναι, ναι, άρχισαν να φωνάζουν οι νάνοι και σε λίγο τους μιμήθηκαν και όλοι οι παρευρισκόμενοι.

Οι πρόποδες του βουνού που φιλοξενούσαν τα ορυχεία, γέμισαν χαρούμενες, ενθουσιώδεις φωνές και γέλια εκείνο το πρωινό!

Πιο πέρα, στις σπηλιές , οι Ντέβας των βουνών άκουγαν και γελούσαν με ανακούφιση. – Το ήξερα πως θα τα κατάφερναν! Είπε ο γηραιότερος χαμογελώντας ευχαριστημένος που όλα πήγαιναν καλά στο βασίλειο του.

-Λοιπόν, φώναξαν η Σάλι και ο Μάλι, απόψε όλα τα πλάσματα του δάσους μας είναι καλεσμένα στην γιορτή μας. Και φυσικά επίτιμες καλεσμένες μας θα είναι οι αγαπητές μας φίλες Μέι και Φέι, που μας βοήθησαν τόσο!

Όλοι χειροκρότησαν ζητωκραυγάζοντας και οι δυο νεραιδούλες έσκυψαν τα κεφαλάκια τους, κοκκινίζοντας. Οι αρχηγοί των δυο φυλών τις πλησίασαν και τις ευχαρίστησαν.

Σε λίγο όλο το πλήθος που είχε παζευτεί άρχισε να διαλύεται. Άλλοι πήγαιναν στις δουλειές τους, και άλλοι στο σπίτι τους αφού όλα τα προβλήματα πια είχαν λυθεί. Ή μήπως όχι;

Η Φέι και η Μέι έλειπαν απο το σπίτι τους σχεδόν όλη νύχτα! Μόλις το συνειδητοποιήσαν, χαιρέτησαν τους φίλους τους και άρχισαν γρήγορα να κατευθύνονται προς την γέρικη βελανιδιά.

Ήταν ακόμη πολύ πρωί όταν έφτασαν στο σπίτι τους και άκουσαν ζωηρές ομιλίες απο μέσα. Αν δεν έκαναν λάθος ήταν η αγαπημένη ξαδέρφη τους. Η νεράιδα των δοντιών!

- Έλα απο εδώ, είπε σιγανά η Φέι στην αδερφή της.

Η Μέι κατάλαβε, θα μπαίνανε απο το παραθυράκι τους χωρίς να τις πάρει κανείς είδηση και θα κάνανε ότι κοιμόντουσαν!

Δεν πρόλαβαν καλά καλά να ξαπλώσουν, όταν η πόρτα του δωματίου τους άνοιξε απότομα! – Ξυπνήστε, υπναρούδες! Έχουμε μια όμορφη επίσκεψη!

Η Μέι και η Φέι, έτριψαν τα μάτια τους, σαν να είχαν μόλις ξυπνήσει! Σηκώθηκαν γρήγορα και πήγαν στην κουζίνα όπου αντίκρυσαν την πανέμορφη νεράιδα των δοντιών. Έπεσαν στην αγκαλιά της χαρούμενες.

- Αχ ! Γλυκιές μου, πόσο μεγαλώσατε μέσα σε ένα φεγγάρι! Τι όμορφες που είστε! Μα γιατί τα ματάκια σας είναι έτσι κουρασμένα ; θα έλεγε κανείς πως δεν κοιμηθήκατε καλά, είπε στεναχωρημένα η πάντα ανήσυχη νεράιδα.

- Μπα, είπε η μαμά τους η γαλάζια νεράιδα, απο την κούραση θα είναι! Όλη μέρα παίζουν εδώ κι εκεί και κάνουν αταξίες! Τις κοίταξε δήθεν άγρια.

- Λοιπόν ξαδέρφη, συνέχισε η γαλάζια νεράιδα, δε μου είπες τι μέτρα έχεις τώρα σκοπό να λάβεις μετά τις συμβουλές της Μάντισσας;

Η Μέι και η Φέι άκουγαν προσεκτικά. Τις ενδιέφερε το κάθε τι που αφορούσε την αγαπημένη τους νεράιδα.

- Να σου πω, έκανε εκείνη, πρώτα απ’όλα πρέπει να ενημερωθούν όλες οι μαμάδες του κόσμου και όλα τα παιδάκια πως πάντα πρέπει να έχουν τα δοντάκια τους καθαρά. Αλλιώς τα δόντια που πρέπει να πέσουν και να δώσουν τη θέση τους στα καινούρια θα είναι εντελώς άχρηστα για ν αγίνουν αστέρια! Ελπίζω να με ακούσουν και ο ουρανός να ξαναλάμψει πάλι!

- Έχεις δίκιο! Συμφώνησε η γαλάζια νεράιδα, η καθαριότητα των δοντιών είναι το παν! Και γυρίζοντας στις κόρες της είπε: - Εσείς κυρίες μου, πλύνατε τα δοντάκια μόλις ξυπνήσατε;

- Μα , μαμά...

- Γρήγορα στο μπάνιο αμέσως!

Λίγη ώρα μετά, ενώ έπαιρνα το πρωινό τους, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο Μάνι και η Σάλι. – Καλημέρα σας! Είπανε με μια τσιριχτή φωνούλα και οι δυο. Μάλιστα, ο Μάνι, σε ένδειξη σεβασμού προς τις μεγάλες νεράιδες, έβγαλε και το μυτερό, πράσινο καπελάκι του κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

-Καθίστε, τους είπες η Ίλια, μόλις έβγαλα το νεραιδοκέικ απο τη φωτιά!

- Ευχαριστούμε, μα όχι. Είμαστε βιαστικοί! Τρέχουμε εδώ κι εκεί για τις προσκλήσεις.

- Ποιές προσκλήσεις; Έκανε απορημένη η γαλάζια νεράιδα.

-Μα για τη γιορτή απόψε! Δε σας το είπαν οι κόρες σας; Έκανε απορημένη η Σάλι ενώ κοίταζε την Μέι που της έκλεισε πονηρά το μάτι.

Η Σάλι και ο Μάνι κατάλαβαν μεμιας τη γκάφα τους. Η μητέρα τους δεν ήξερε ακόμη τίποτα.

- Να, συνέχισε ο Μάνι, αποκαλύφθηκε ο κλέφτης των πετραδιών των νάνων και για να το γιορτάσουμε θα δώσουμε όλοι μαζί απόψε μια γιορτή στα ορυχεία! Θα είναι καλεσμένος ολόκληρος ο νεραιδόκοσμος!

- Τι ωραία! Αναφώνησαν όλες τους, ενώ η γαλάζια νεράιδα έμοιαζε κάπως σκεφτική.

Τα δυο ξωτικά, μετά απο επιμονή της Ίλια, πήραν κάμποσο κέικ για το δρόμο τους και έφυγαν βιαστικά για να μη προλάβει η μητέρα των κοριτσιών να κάνει περισσότερες ερωτήσεις.

Η Μέι και η Φέι, ανάσαναν ανακουφισμένες που η μητέρα τους, δεν συνέχισε την κουβέντα!

Που να ήξεραν βέβαια πως η γαλάζια νεράιδα όλα τα ξέρει και όλα τα καταλαβαίνει! Μα στη συγκεκριμένη περίπτωση κατάλαβε πως όλα έγιναν για καλό γι’αυτό και αποφάσισε να μη τους πει τίποτα και να μη τις τιμωρήσει!

Το βραδάκι έφτασε κάποια στιγμή, και οι δυο νεραιδούλες, μαζί με τη μαμά τους τη γαλάζια νεράιδα που φορούσε ένα αραχνούφαντο σιέλ φόρεμα, τη νεράιδα των δοντιών με το καλό χρυσό της φόρεμα και την υπέρκομψη Ίλια που ήταν φορτωμένη φαγητά, ξεκίνησαν όλο κέφι για τους πρόποδες των βουνών όπου θα γινόταν η μεγάλη γιορτή.

Όταν έφτασαν, δεν πίστευαν στα μάτια τους! Ο συνήθως άχαρος τόπος που φιλοξενούσε τα ορυχεία, είχε μεταμορφωθεί εντελώς!

Κορδέλες και κομφετί αιωρούνταν στον αέρα, χρυσαφένιες γιρλάντες κρέμονταν απο το πουθενά και τα γύρω δέντρα – λες και είχανε βάλει κι αυτά τα καλά τους – ήταν ολάνθιστα, ολοπράσινα και γεμάτα με πολύχρωμους λαχταριστούς καρπούς!

Τα τζιτζίκια γύρω, τραγουδούσαν όχι πια ένα μονότονο, εκνευριστικό και προειδοποιητικό τραγούδι αλλά ένα όμορφο , χαρούμενο σκοπό ώς συνοδεία του διάσημου οργανοπαίχτη Στρέμκαλ! Δίπλα στον μουσικό με τις μαγικές νότες, στέκονταν κι άλλοι οργανοπαίκτες και όλοι μαζί με τη μουσική τους, χαρίζανε κέφι.

Ακόμη και τα πλούσια πιάτα με τα φαγητά πάνω στα τραπέζια χοροπηδούσαν στο άκουσμα της μαγικής αυτής μουσικής!

Όλα τα πλάσματα της μαγικής Νεραιδοχώρας είχαν μαζευτεί εκείνο το βράδυ εκεί! Οι καλοί καλικάντζαροι, τα τρολς, τα εργατικά ξωτικά, ο Χίντζελμαν, ο Κλαμπότερμαν, η Μπεφάνα, τα Λέπρικον, τα Γκρέμλιν και πολλά, πολλά άλλα!

Ακόμη και οι Ορεάδες έιχαν κατέβει για να διασκεδάσουν!

Και στην πίστα του χορού, οι νάνοι Κόμπολντ, χόρευαν αγκαλιασμένοι και μονιασμένοι με τα ξωτικά Πίξι.

Η Μέι και η Φέι, ενώθηκαν μαζί τους όλο χαρά, ενώ ξαφνικά, μικροσκοπικά αστεράκια, άρχισαν να κατεβαίνουν απο ψηλά και να στριφογυρίζουν γύρω τους, σε ένα ξέφρενο και αδιάκοπο χορό!

Η λάμψη τους, φώτιζε τα πρόσωπα όλων τους, κι έκανε το φως του φεγγαριού απο πάνω τους, να ωχριά...



Το παραμύθι αυτό γράφτηκε έναν Αύγουστο πριν μερικά χρόνια. Ήταν ο πρώτος Αύγουστος χωρίς τον μπαμπά μου. Γράφοντας λοιπόν αυτή την παραμυθένια ιστορία, για την Νεραιδοχώρα, ήταν σαν να γράφω και να εναποθέτω τις ελπίδες και τις ευχές μου στο χαρτί πως ίσως κι αυτός να βρίσκεται τώρα κάπου εκεί , ανάμεσα σε όλα αυτά τα ονειρικά πλάσματα ευτυχισμένος...





ΤΕΛΟΣ

Αύγουστος 2004

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1 (μέρος 9ο) - An adventure in Fairyland 1 (part 9)

...Σε λίγα λεπτά η Μέι και η Φέι, έφτασαν στον ρεικότοπο αναζητώντας μάταια την Σάλι και τον Μάλι. Όμως, προς μεγάλη τους έκπληξη, ο τόπος ήταν άδειος. Ούτε ψυχή!


- Μα τι συνέβη; αναρωτήθηκε η Μέι. Πού λείπουν όλοι τέτοια ώρα;




Πιο πέρα κάτω απο ένα χελιδονόχορτο καθόταν ένα νεαρό Λέπρικον και επισκεύαζε ένα χοντροπάπουτσο. Οι νεράιδες το πλησίασαν και το χαιρέτησαν. Ο νέος-παπουτσής γρήγορα τους έλυσε την απορία. Τα Πίξι έλειπαν απο το πρωί, τα είχαν καλέσει να παρουσιαστούν οι Ντέβας των βουνών. Και συγκεκριμένα οι Ορεάδες! Τα πνεύματα των βουνών και των ορυχείων.

Οι δυο αδερφές κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ταραγμένες και αφού ευχαρίστησαν το Λέπρικον,απομακρύνθηκαν βιαστικά.

- Πρέπει να πάμε εκεί, έκανε ανυπόμονα η Φέι.

- Είσαι στα καλά σου; Κάτι τέτοιο να κάνουμε και πάει, θα μείνουμε τιμωρία όχι μία αλλά εκατό ημέρες αν το μάθει η μαμά.

Μη ξέροντας τι να κάνουν, κάθισαν στην καταπράσινη χλόη αποκαρδιωμένες.

Η στιγμή που όλοι φοβόντουσαν είχε φτάσει...

Το συμβούλιο άρχισε με την αυγή και τώρα που πλησίαζε η δύση , ακόμη κρατούσε!

Τα Πίξι , καθισμένα οκλαδόν σε σειρές πάνω στα πέτρινα βράχια του λόφου, με τους νάνους Κόμπολντ απο μπροστά τους, παρακολουθούσαν την επιτροπή των Ορεάδων να συνεδριάζει και να μη βγάζει άκρη! Από ότι φαινόταν κι αυτοί τα είχαν χαμένα και δεν ήξεραν τι να κάνουν!

Η ατμόσφαιρα, ήταν τόσο ηλεκτρισμένη απο τη στεναχώρια, τον εκνευρισμό και την αμηχανία όλων που, που και που έβλεπε κανείς χρυσοκόκκινους σπινθήρες να πετάγονται πάνω απο τον λόφο!

Εκείνη την ώρα μιλούσε ο Όριαν, ο υπαρχηγός των Ορεάδων. Ένας πανύψηλος - σαν κυπαρίσσι- λιπόσαρκος άντρας με μακριά άσπρα μαλλιά και φουντωτή γενειάδα. Τα μάτια του, κοιτούσαν τρυφερά τα ξωτικά Πίξι- μιας που κι αυτός τα εκτιμούσε και τα αγαπούσε πολύ.

-Φίλοι μου, έλεγε, σύντροφοι Ορεάδες, νάνοι Κόμπολντ και ξωτικά Πίξι! Όπως καταλαβαίνετε βρισκόμαστε μπροστά σε μία πραγματικά άσχημη κατάσταση που έχει δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση όχι μόνο στην φυλή των Πίξι αλλά θα έλεγα και σε ολόκληρη τη Νεραιδοχώρα! Εδώ και μέρες, συνέχισε ο Όριαν, όλος ο νεραιδόκοσμος είναι ανάστατος γιατί κάτι τόσο πρωτοφανές στα νεραιδικά δεδομένα! Στον κόσμο μας, δεν κυριαρχεί το ψέμα, η απάτη, ο δόλος. Στον κόσμο μας, δεσπόζει η αγάπη, η φιλία, η συντροφικότητα. Ωστόσο, εμείς ως προστάτες των βουνών και των αγαθών που αυτά προσφέρουν απλόχερα, έχουμε χρέος και οφείλουμε να τα υπερασπίσουμε. Δεν τολμώ - παρά τις ανοιχτές κατηγορίες των αξιοσέβαστων νάνων Κόμπολντ- να κατηγορήσω τα Πίξι, διότι δεν υπάρχουν αποδείξεις και όπως ισχυρίζονται και τα ίδια είναι αθώα. Γι'αυτό, θα αναγκαστώ απο αύριο, να διατάξω να κλείσουν τα ορυχεία μέχρι να ρυθμιστεί το θέμα.

Οι νάνοι, αναστατώθηκαν στο άκουσμα αυτής της πρότασης. Δεν ήταν δυνατόν να στερηθούν έστω και για λίγο διάστημα τη δουλειά που τόσο αγαπούσαν!

Έκαναν να διαμαρτυρηθούν, αλλά ο Βέντρον, ο αρχηγός των Ορεάδων, σήκωσε το δεξί του χέρι- πράγμα που σήμαινε ότι η συνεδρίαση είχε λήξει.

Οι τρεις Ορεάδες, σηκώθηκαν απο τους πέτρινους θρόνους τους και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό των σκοτεινών και αχανών σπηλιών τους.

Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, οι νάνοι και τα Πίξι,σηκώθηκαν και πήραν το δρόμο του γυρισμού με τις σκέψεις να τους βασανίζουν το μυαλό.

Είχε πια σουρουπώσει για τα καλά.

-Καλή μου Ίλια, τι δυνατό ήταν το κρασί που έφτιαξες! Έχω μια νύστα που δε με κρατάνε τα πόδια μου. Μου φαίνεται πως θα κοιμάμαι για ένα φεγγάρι! Είπε νυσταγμένα η γαλάζια νεράιδα.

Η Ίλια, χασμουρήθηκε, τρίβοντας τη τεράστια κοιλιά της. -Εμένα μου λες! Εγώ να δεις... μουρμούρησε.

Εκείνη την στιγμή η Μέι και η Φέι μπήκαν στο σπίτι.

-Καθίστε να φάτε, είπε η μητέρα τους, εγώ πάω για ύπνο,δε μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοικτά ούτε για μια στιγμή. Καληνύχτα,είπε και πήγε στο δωμάτιο της.

Η Ίλια, τις περίμενε να φάνε κι έπειτα κι αυτή με μια γρήγορη καληνύχτα και δυο γλυκά φιλιά τις άφησε στην αναστάτωση τους.

Η Φέι κοίταξε τη Μέι συνομωτικά: -Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι;

-Ναι, είπε η Μέι, είναι η κατάλληλη στιγμή να δράσουμε!

Αναγκάστηκαν να περιμένουν ακόμη λίγο μέχρι να πάρει για τα καλά ο ύπνος την Ίλια και τη μαμά τους και να πέσει το βαθύ σκοτάδι της νύχτας.

Κανέις ποτέ στη Νεραιδοχώρα δεν είχε τολμήσει να πάει αργά τη νύχτα στα ορυχεία. Λέγεται , πως τα μεσάνυχτα, μυστηριώδη στοιχειά και φαντάσματα κάνουν την εμφάνιση τους και μόνο καλό δεν κάνουν σε όποιον τα βλέπει.

Αψηφώντας όμως κάθε πιθανό κίνδυνο και ακολουθώντας τη σοφή συμβουλή της Μάντισσας οι δυο γενναίες νεραιδούλες, με το μαγικό φυλακτό στο χέρι , ένα υπέροχο γαλαζωπό μενταγιόν με μια μπλε σκαλιστή πέτρα στη μέση βρίσκονταν εδώ και ώρα κρυμμένες πίσω απο το δέντρο της συκομουριάς δίπλα στα ορυχεία.

Προσπαθούσαν να παραμείνουν ήσυχες, ενώ έτρεμαν απο το φόβο τους και απο το κρύο. Η ώρα περνούσε, ήταν κιόλας μεσάνυχτα και καμια ύποπτη κίνηση δεν έβλεπαν. Αγκαλιασμένες μεταξύ τους , περίμεναν υπομονετικά.

Και ξάφνου, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, ακούστηκε ένα ελαφρύ θρόισμα σαν φύλλα που κουνιούνται απο ένα ξαφνικό ξέσπασμα του αέρα. Τέντωσαν τα μυτερά τους αυτάκια και αφουγκράστηκαν ενώ ένιωθαν τον τρόμο να τους κόβει τα πόδια. Μια σκιά , όλο και πλησίαζε στα ορυχεία των νάνων! Μια σκιά περίεργη, που όμοια της, δεν έχει άλλο ζωντανό πλάσμα!

Σκύβοντας λίγο απο το μέρος που κρυβόντουσαν, η Φέι προσπαθούσε να διακρίνει μέσα στο μαύρο σκοτάδι, ποιός ή τι ήταν.

Θόρυβος δυνατός ακουγόταν τώρα απο εκείνη τη μεριά.

Σαν κάποιος να έριχνε πέτρες ή ...πολύτιμα πετράδια!!!

Με το φυλακτό σφιχτά στο χέρι , η Φέι, σηκώθηκε απο τη θέση της κι έκανε να προχωρήσει. Η Μέι την συγκράτησε. -Πρέπει να δούμε ποιός είναι,ψιθύρισε η Φέι βιαστικά στην αδερφή της. Ακροπατώντας στα νύχια των ποδιών έκαναν μερικά βήματα απο την κρυψώνα τους.

Τότε, ο θόρυβος σταμάτησε και η καρδιά των μικρών νεραιδών άρχισε να χτυπα΄σε ένα ξέφρενο ρυθμό! Όμως, έπρεπε να συνεχίσουν και να κάνουν αυτό που τους είπε η Μάντισσα. Δε γινόταν αλλιώς.

Προχωρώντας ακόμη λίγο, μπόρεσαν να διακρίνουν, στο λιγοστό φως του φεγγαριού την σκιά αυτού του πλάσματος. Μέχρι να ανοιγοκλείσουν όμως τα μάτια τους, εξαφανίστηκε! Έντρομες, κοίταξαν η μια την άλλη, ενώ μια τρομαγμένη φωνή βγήκε απο το στόμα τους αφού ο πόνος που ένιωσαν ξαφνικά και οι δυο, τις αιφνιδίασε!

Κάποιος τις είχε αρπάξει απο τα μαλλιά και τις σήκωσε ψηλά απο το έδαφος!



Μην αφήνοντας στιγμή το φυλακτό απο το χέρι της, η Φέι , γύρισε το κεφάλι της για να δει ποιός την κρατούσε τόσο δυνατά απο τα μαλλιά.

Απορημένη, ανοιγόκλεισε τα μάτια της μη μπορώντας να πιστέψει ή να καταλάβει αυτό που έβλεπε...
( συνεχίζεται και...τελειώνει)

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1 (μέρος 8ο) - An Adventure in Fairyland 1 (part 8)

Ύστερα απο λίγο, τα Πίξι έφυγαν και η Μέι και η Φέι απέμειναν να κοιτούν το σκοτεινό δάσος και το ολόγιομο φεγγάρι απο το παραθυράκι τους μη μπορώντας να κάνουν τίποτα άλλο προς το παρόν.


Πως την έπαθαν έτσι! Μα ήταν αποφασισμένες να εφαρμόσουν τη συμβουλή της σοφής Μάντισσας, πάση θυσία!

Για αιώνες ολόκληρους, οι νάνοι- ξωτικά Κόμπολντ, πήγαιναν κάθε πρωί στη δουλειά τους, στα ορυχεία, με το χαμόγελο και το τραγούδι στα χείλη : - Κάθε πρωί, με το ξημέρωμα και τη χαρά, πάμε όλοι στη δουλειά...

Όμως εδώ και μέρες, το τραγουδι όπως και το χαμόγελο είχαν εξαφανιστεί απο τα μικροσκοπικά τους χείλη!

Ειδικά σήμερα, οι νάνοι προχωρούσαν με βήμα αργό, βαρύ γιατί φοβόντουσαν αυτό που επρόκειτο τελικά να αντικρύσουν.

Πάλι κι εκείνο το πρωινό, έλειπαν πολύτιμα πετράδια της προηγούμενης μέρας. Ίσως και περισσότερα απο κάθε άλλη φορά!

- Αρχηγέ!, πετάχτηκε ένας απο αυτούς με μακριά κόκκινη γενειάδα, πρέπει να λάβουμε δραστικά μέτρα πια!

- Ναι, ναι, φώναξαν όλοι μαζί οι νάνοι.

- Εντάξει, σύντροφοι μου, δεν μπορώ να διαφωνήσω πια. Έχετε δίκιο, έκανε αποκαμωμένα ο καλόκαρδος ασπρομάλλης αρχηγός τους, σήμερα κιόλας πριν τη δύση του ηλίου, θα πάω να βρω τους Ντέβας . Ίσως αυτοί κατορθώσουν να βγάλουν μια άκρη.

Τα τζιτζίκια γύρω τους, άρχισαν το μονότονο τους τραγούδι. Πιο δυνατά αυτή τη φορά!

Οι νάνοι, συνηθισμένοι σε αυτό τις τελευταίες μέρες έπαψαν να παραπονιούνται και να τους δίνουν σημασία.

Μόνο για μια στιγμή ένας μικρούλης νάνος, αμούστακος ακόμα, στάθηκε και άκουσε προσεκτικά τα λόγια του τραγουδιού τους και σαν κάτι να τον παραξένεψε αλλά αμέσως μετά, επικεντρώθηκε στη βαριά δουλειά του.

<Τρα λα λα, τρα λα λο το αερικό ατίθασι και ζωηρό έκανε όλο το κακό...>

-Μαμά, μπορούμε σήμερα να βγούμε για μια μικρή βόλτα; ρώτησε η Φέι διστακτικά και λίγο ναζιάρικα.

Η γαλάζια νεράιδα, ήταν καθισμένη στη βεράντα τους, ένα χοντρό κλαρί σκεπασμένο με δροσερά πράσινα φύλλα. Κρατούσε το πλεκτό της και συνομιλούσε με μια περαστική καρδερίνα.

- Όχι Φέι, δε μπορείτε, αποκρίθηκε κοφτά η μητέρα της.

- Μα μαμά, για πόσο θα είμαστε ακόμη τιμωρημένες; ζητήσαμε συγνώμη και υποσχεθήκαμε στη νεραιδική μας τιμή πως δεν πρόκειται να το ξανακάνουμε!

- Άντε, καλά! Αλλά θα βγείτε μετά το μεσημέρι.

- Γιατί μαμά; έκανε πάλι η Φέι ανυπόμονα.

- Διότι περιμένουμε τη θεία Μπεφάνα για φαγητό.

- Ωχ! συλλογίστηκε η Φέι κι έτρεξε αμέσως στην αδερφή της να της πει τα νέα.

Και η Μέι όταν άκουσε τα νέα, δυσανασχέτησε. Η θεία Μπεφάνα, ήταν μια εκνευριστική μα φιλική και απίστευτα γενναιόδωρη νεράιδα- μάγισσα. Δε σταματούσε στιγμή να μιλάει και όλη την ώρα τους έδινε συμβουλές για το πως έπρεπε να φέρονται ως νεαρές νεράιδες.

Πέρα απο τη γνώμη όμως των κοριτσιών , η Μπεφάνα είναι η αγαπημένη νεράιδα των Χριστουγέννων . Δεν έχει την αγγελική μορφή που έχουν οι περισσότερες νεράιδες αλλά είναι γριά και μάλλον άσχημη θα έλεγε κανείς. Με τη γαμψή της μύτη και το μυτερό της πηγούνι, σε συνδυασμό με το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιεί-ένα μαγικό ιπτάμενο σκουπόξυλο- πολλοί που δεν ξέρουν τη χρυσή καρδιά που έχει, την κατατάσσουν στην εικόνα που έχουμε όλοι για τις κακές μάγισσες!

-Αυτό μας έλειπε τώρα! αναστέναξαν και οι δυο, σκεπτόμενες το έργο που είχαν να επιτελέσουν για να βοηθήσουν τους φίλους τους και ότι ήδη είχαν καθυστερήσει πολύ!

Η Ίλια,στην κουζίνα απο το πρωί ετοίμαζε τα αγαπημένα φαγητά της φίλης της, της Μπεφάνα. Μπρόκολα, μπισκότα βρώμης και δυνατό σπιτικό κρασί.

Η Ίλια ήταν φίλη με τη Μπεφάνα, απο τότε που μικρά παιδάκια και οι δυο τους, παίζανε αμέριμνα στο νεραιδοδάσος και κάνανε σκανταλιές.

Τώρα πια, που μεγάλωσαν και γέρασαν αρκούνταν στο να βρίσκονται που και που για λίγο κουτσομπολιό.

Όταν ο ήλιος λοιπόν έφτασε στο ψηλότερο του σημείο , φάνηκε στον ουρανό ψηλα΄ένα σημαδάκι που όλο και πλησίαζε στη γη με πολύ γρήγορο ρυθμό.

Ήταν η Μπεφάνα φυσικά πάνω στο σκουπόξυλο της με ένα μεγάλο σακούλι απο πίσω φορτωμένο με δώρα για τις ανεψιές της, να τρέχει σαν σίφουνας!

-Αχ! πως τρέχει πάντα έτσι, θα σπάσει το κεφάλι της καμιά μέρα, είπε η Ίλια στην γαλάζια νεράιδα ενώ στέκονταν και οι δυο τους και την κοιτούσαν πάνω στο κλαρί της βελανιδιάς.

Καθώς η Μπεφάνα πλησίαζε τη γέρικη βελανιδιά στο ψηλότερο της σημείο που βρισκόταν το σπίτι της ανηψιάς της-της γαλάζιας νεράιδας- ένας λάθος υπολογισμός πτήσης, την έκανε να προσγειωθεί άτσαλα και ανώμαλα μέσα σε ένα κλαδί με πολύ πυκνό φύλλωμα!

Το σκουπόξυλο, μπερδεύτηκε μέσα σε κάτι ξερά κλαδιά ενώ τα ατίθασα ασπροκόκκινα μακριά μαλλιά της Μπεφάνα, γέμισαν φύλλα και κλαδάκια.

Πολύ γρήγορα, η γαλάζια νεράιδα, πέταξε προς τα εκει να την βοηθήσει. Είχε σφηνωθεί για τα καλά!

Με ένα απαλό σφύριγμα κάλεσε τις αγαπημένες της βοηθούς, τις πυγολαμπίδες. Αυτές, πετώντας τριγύρω απο τη γριά θεία, κατόρθωσαν να την ξεμπλέξουν και να την τραβήξουν έξω.

- Αχ! τι πτήση ήταν κι αυτή!!! αναστέναξε η Μπεφάνα μόλις πάτησε σώα και αβλαβής πια το πόδι της στο κατώφλι του σπιτιού.

- Θα σκοτωθείς καμια ώρα θεία μου, έκανε ανήσυχα η νεράιδα.

- Μην ανησυχείς ανηψιά, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει!

Η Μπεφάνα, ευχαρίστησε τις πάντα πρόθυμες πυγολαμπίδες, που πέταξαν γρήγορα μακριά για να συνεχίσουν το μεσημεριανό τους ύπνο.

Η Ίλια , όλο ανησυχία αλλά και χαρά που έβλεπε τη φιλενάδα της μετά απο καιρό την αγκάλιασε και τη φίλησε ενώ οι δυο μικρές νεραιδούλες,διασκεδάζοντας με το αλλόκοτο θέαμα που παρουσίαζε πριν η θεία τους, έτσι που ήταν σφηνωμένη μέσα στα κλαδιά, κρατούσαν τις κοιλιές τους αφού είχαν σκάσει απο τα γέλια !

Η μητέρα τους, τις αγριοκοίταξε και αυτές σώπασαν μεμιάς.

Τώρα κοιτούσαν όλο προσμονή το γεμάτο σακούλι της Μπεφάνα που το είχε κρεμάσει στον ώμο της.

- Να και οι όμορφες μου ανιψούλες! Για ελάτε κοντά μου, τους έγνεψε με το γέρικο της δάχτυλο που το στόλιζε ένα κατάμαυρο, μακρύ, γαμψό νύχι!

Οι νεραιδούλες, δισταχτικά, την πλησίασαν αφού ήξεραν τι τις περίμενε.

Μεμιας, η γριά νεράιδα, τις άρπαξε στην αγκαλιά της και τους έσκασε στα μάγουλα κάμποσα ρουφηκτά φιλιά.

<Μπλιαχχχ! > σκέφτηκαν και οι δυο!

- Μα πάμε μέσα, τι στεκόμαστε εδώ, έκανε η Ίλια και τους οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Μέι και η Φέι δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους απο το βαρυφορτωμένο σακούλι. Μετά το πλούσιο γεύμα τους και μετά τα αρκετά ποτήρια κρασί που κατανάλωσε η νεράιδα Μπεφάνα, γύρισε και κοίταξε τις ανυπόμονες μικρές.

- Για πείτε μου, ήσασταν καλά κορίτσια τον καιρό που έλειπα;

- Μα, ναι, θεία μου, πάντα είμαστε, είπαν και οι δυο με μια φωνή και με συνωμοτικό βλέμμα παρακαλώντας σιωπηρά τη μητέρα τους να μην αναφέρει την πρόσφατη ανυπακοή τους. Όπως κι εκείνη βέβαια έκανε.

- Ωραία! έκανε ικανοποιημένη η Μπεφάνα, αυτό το σακούλι είανι για εσάς!

Και τους έδειξε επιτέλους το πολυπόθητο βαρύ σακούλι που το περιεχόμενο του τις απασχολούσε εδώ και ώρες!

Μεμιάς σηκώθηκαν απο τις καρέκλες τους και όρμησαν πάνω του.

Τι θαυμαστά πράγματα τους είχε φέρει πάλι! Πανέμορφα φουστανάκια στα χρώματα του ουράνιου τόξου, κορδέλες πολύχρωμες για τα μαλλιά τους , χρυσά καθρεφτάκια με χτένες , μπάλες χρυσαφιές και ασημιές για να παίζουν με τους φίλους τους και γλυκά, πολλά γλυκα!

- Αχ! θεία, τις κακομαθαίνεις! είπε η γαλάζια νεράιδα, κουνώντας το κεφάλι της.

- Ευχαριστούμε, θεία! είπαν με μια φωνή τα νεραιδοκόριτσα και έτρεξαν στο δωμάτιο τους να περιεργαστούν τα δώρα τους με την ησυχία τους.

- Λοιπόν, αγαπητή μου φιλενάδα, έκανε πρόσχαρα η Ίλια, πώς πάει η συνεργασία σου κι αυτή τη χρονιά με τον Άγιο Βασίλη;

Η Μπεφάνα, κούνησε το κεφάλι της.

- Με τον Άγιο Βασίλη, καλά, πολύ καλά τα πάμε! Αν δεν ήτανε όμως κι αυτά τα βρομερά, ατίθασα καλικαντζαράκια του που μου έχουν πρήξει το κεφάλι με τις σκανταλιές τους την ώρα που δουλεύουμε, όλα θα ήταν καλύτερα!

Η νεράιδα Μπεφάνα, ήταν εδώ και λίγα χρόνια στενή συνεργάτιδα του αγαπημένου όλων των παιδιών. Του Άγιου Βασίλη!!! Τον βοηθούσε όχι μόνο στο εργαστήριο κατασκευής παιχνιδιών αλλά και στη διανομή τους στα παιδιά τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Η Μπεφάνα , χασμουριόταν τώρα καθώς μετά το πλούσιο φαγητό και το άφθονο κρασί ένιωθε μεγάλη νύστα.

- Πρέπει να πηγαίνω, είπε στην Ίλια και στην ανηψιά της , ειδάλλως θα με βρει το βράδυ σε κανένα δέντρο πάλι σφηνωμένη, έτσι που δε βλέπω μπροστά μου!

Έτσι χαιρετίστηκαν και ανανέωσαν το ραντεβού τους για όσο το δυνατόν πιο σύντομα.

Η Μέι και η Φέι , έτρεξαν απο το δωμάτιο τους για να την χαιρετίσουν και να την ευχαριστήσουν για μια ακόμη φορά για τα όμορφα δώρα που τους είχε φέρει.

Λίγο μετά, η Μπεφάνα , ανέβηκε στο σκουπόξυλο της και με μια κοφτή κίνηση του χεριού της, το διέταξε να πετάξει. Γρήγορα αυτό ανυψώθηκε και σε λίγο χάθηκε απο τα μάτια τους μαζί με την περίεργη επιβάτισσα του.

Η Μέι και η Φέι κοίταξαν τη μητέρα τους κι εκείνη θυμήθηκε την υπόσχεση της.

- Εντάξει, τους είπε, μπορείτε να βγείτε για παιχνίδι. Προσεκτικά όμως , τους τόνισε. Τη φίλησαν και πέταξαν βιαστικά. Η γαλαζια νεράιδα, πέρα απο τις φασαρίες με τις κορούλες της ήταν ευχαριστημένη. Με ένα μαγικό ξόρκι την προηγούμενη μέρα η Μάντισσα την είχε βοηθήσει να ανακαλύψει το λόγο που τα αστέρια στον ουρανό είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν. Μπορούσε πια να βοηθήσει την νεράιδα των δοντιών ! Της είχε στείλει κιόλας μήνυμα απο το πρωί με τον ταχυδρομικό αετό.
(συνεχίζεται)

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Περιπέτεια στη Νεραιδοχωρα 1 (μέρος 7ο) - An Adventure in Fairyland 1 (part 7)

Ο αρχηγός των νάνων-ξωτικών, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκε να του τον δώσει μιας και είναι επίσης γνωστό πως μόνο η ευγένεια και η καλοσύνη μπορούν να σταθούν ικανές να πάρει κάποιος κάτι απο τον αμύθητο θησαυρό των Κόμπολντ.


Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, άρπαξε το νάνο και απείλησε πως θα τον σκοτώσει αν δεν έκανε όπως του έλεγε!

Για κακή τύχη όμως του αδίστακτου αυτού ανθρώπου και για καλή του αρχηγού των νάνων, εκείνη τη άσχημη στιγμή έτυχε να περνά απο εκεί ο αρχηγός των ξωτικών Πίξι.

Αντιλαμβανόμενος εκείνος ότι κάτι φοβερό συνέβαινε, έβαλε σε ενέργεια ένα απο τα πιο μαγικά και δραστικά του ξόρκια και μεμιας ένας κεραυνός έπεσε απο ψηλά χτυπώντας τον ελεεινό άνθρωπο και κάνοντας τον να το βάλει στα πόδια κατατρομαγμένος, ξεφωνίζοντας!

Ο αρχηγός των νάνων ευχαρίστησε θερμά τον αρχηγό των ξωτικών Πίξι και απο εκείνη τη στιγμή οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι.

Ως σήμερα που κάτι έμοιαζε να απειλεί αυτή τη πολύτιμη σχέση...

Εκείνο το βράδυ, το σκοτάδι προχωρούσε γοργά. Τα δέντρα άρχισαν το νυχτερινό τους κουβεντολόι και έσκυβαν μπροστά ή έγερναν στο πλάι , προσπαθώντας να φτάσει το ένα το άλλο, ενώ το θρόισμα των πυκνών τους φύλλων σκέπαζε τους ψιθύρους τους.

Ωστόσο, το πυκνό σκοτάδι και οι ψίθυροι των δέντρων δε στάθηκαν ικανά να κρύψουν μια φευγαλέα σκιά που προχωρούσε προσεκτικά μέσα απο τις συστάδες των δέντρων.

Η σκιά αυτή , θαρρείς και πετούσε αφού δεν ακούγονταν βήματα. Και άφηνε πίσω της μια ψύχρα, θαρρείς και ήτανε αέρας παγερός. Και κατευθυνόταν προς τους πρόποδες των βουνών. Εκεί που βρίσκονταν τα ορυχεία των νάνων...

Δεν πρόλαβαν να ανοίξουν τα μάτια τους το επόμενο πρωινό η Μέι και η Φέι , όταν αντίκρυσαν μια θυμωμένη μαμά να στέκεται πάνω απο τα κρεβάτια τους.

- Καλημέρα μαμά, είπαν και οι δυο διστακτικα΄.

-Καλημέρα και σε σας, δεσποινίδες μου! Τι λέει για σήμερα το πρόγραμμα σας; Μήπως ακόμη μια κρυφή επίσκεψη στη Μάντισσα;

Οι δυο νεραιδούλες δε μίλησαν. Ήταν αργά πια να αρχίσουν τις δικαιολογίες. Απο το ύφος της μητέρας τους, κατάλαβαν πως ήδη τα ήξεραν όλα!

Έτσι η Φέι, ως η πιο θαρραλέα, πήρε το λόγο.

-Συγνώμη μαμά! Το ξέραμε οτι είναι λάθος, μα έπρεπε να πάμε! Ήταν ο μόνος τρόπος να βοηθήσουμε τους φίλους μας αφού όλοι τους έχουν γυρίσει την πλάτη!

Η μητέρα τους, η γαλάζια νεράιδα, κατάλαβε ποιούς εννοούσαν οι κόρες της , μιας και είχε ήδη πληροφορηθεί όλα τα γεγονότα που έγιναν όσο αυτή έλειπε , απο την Ίλια.

Όμως σε καμμία περίπτωση περίπτωση δεν μπορούσε να αγνοήσει την ανυπακοή των κοριτσιών της!

-Σιωπή! φώναξε αγριεμένα η γαλάζια νεράιδα, δε θέλω να ακούσω τίποτα άλλο! Το ξέρετε απο πολύ μικρές ότι είναι απαγορευμένο να πηγαίνετε μόνες σας εκεί χωρίς τη συνοδεία κάποιου μεγάλου! Δε πρέπει ποτέ να περνάτε μόνες σας τον ποταμό! Σας το έχω ξαναπεί χιλιάδες φορές πως είναι επικίνδυνο!

Οι δυο αδερφούλες, απέμειναν να την κοιτούν σαστισμένες. Πρώτη φορά έβλεπαν τη μαμά τους τόσο θυμωμένη. Μα ήταν και η πρώτη φορά που την είχαν παρακούσει!

Η αλήθεια ήταν πως πολλές φορές είχαν ακούσει ξανά και ξανά την ίδια συμβουλή και φοβέρα συνάμα: ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ διότι εκεί κατοικεί η Λάμια . Ένα φοβερό και αποτρόπαιο πλάσμα που παίρνει συνήθως τη μορφή πεντάμορφης γυναίκας είτε για να σαγηνέψει τα αρσενικά είτε για να παρασύρει τα παιδιά και να τα πνίξει!

Πέρα στον ρεικότοπο εκείνη την ώρα, είχαν ανάψει για τα καλά τα αίματα. Τα Πίξι, είχαν πιάσει απο το πρωί τον καυγά και κατηγορούσε το ένα το άλλο, μιας και μόλις πριν λίγο είχε φύγει απο εκεί ένας απεσταλμένος των νάνων Κόμπολντ που είχε έρθει να τους προειδοποιήσει για τελευταία φορά όπως είπε!

Τα πουλιά που είχαν καθίσει γύρω στον ρεικότοπο για να ξεκουραστούν, τώρα πετούσαν εδώ κι εκεί τρομαγμένα απο τις φωνές και το θόρυβο!

Η Σάλι και ο Μάνι, κάθονταν κάτω απο ένα χαμομηλάκι και κοιτούσαν τριγύρω θλιμμένα.

                                                                          

Απο το παράθυρο του σπιτιού του, χαμηλά στον κορμό της πολύχρονης συκομουριάς, ο Ντάνζι, ο νάνος ράφτης, παρακολουθούσε τα δραματικά γεγονότα και μονολογούσε κουνώντας το κεφάλι του - Πάει, χάλασε και ο κόσμος μας...

Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο η Μέι και η Φέι έμειναν τιμωρία στο σπίτι. Η μητέρα τους δε τους μιλούσε και το ίδιο και η αγαπημένη τους γκουβερνάντα!!!

Το μεσημέρι έφαγαν σιωπηλά και μετά, γραμμή πάλι στο δωμάτιο τους.

-Μα, πως το έμαθε άραγε η μαμά; αναρωτήθηκε η Μέι.

-Πως αλλιώς; θυμάσαι χθες που ανέφερε πως θα ζητήσει συμβουλή απο κάπου για να βοηθήσει τη ξαδέρφη της την νεράιδα των δοντιών; Σίγουρα πρωί πρωί θα επισκέφτηκε την Μάντισσα. Ναι, σίγουρα αυτή θα την ενημέρωσε για την επίσκεψη μας! Ξέρεις πολύ καλά πως η Μάντισσα δε μπορεί να κρύψει τίποτα και λέει πάντα την αλήθεια!

-Και τώρα; τι θα κάνουμε;

-Δε ξέρω, είπε η Φέι και ξάπλωσε στο φουντουκένιο κρεβάτι της βάζοντας τα δυο της χέρια για προσκεφάλι.

<Τρα λα λα τρα λα λο, το αερικό ατίθασο και ζωηρό έκανε όλο το κακό! Τρα λα λα, τρα λα λο>

Απο το πρωί ως και τώρα που πλησίαζε η δύση του ηλίου , ακουγόταν το ίδιο μονότονο κι εκνευριστικό τραγούδι απο τα τζιτζίκια πάνω στα δέντρα που βρίσκονταν δίπλα στο ορυχείο.

- Μας έχετε ζαλίσει πια!!! Έχουμε τις σκοτούρες μας, έχουμε κι εσάς! Ανόητοι τζίτζικες!, διαμαρτύρονταν απο το πρωί οι νάνοι.

Όμως οι τζίτζικες , απτόητοι, συνέχιζαν το χαρούμενο και ξένοιαστο τους τραγούδι!

Το απόγευμα, η Σάλι και ο Μάνι , οι φίλοι των μικρών νεραιδών, παραξενεμένοι που είχαν να τις δουν δυο μέρες, αποφάσισαν να πάνε σπίτι τους να δουν τι κάνουν και να τους πουν για την τελευταία προειδοποίηση των νάνων.

Ανεβαίνοντας στη ράχη ενός μικρού σπουργιτιού, βρέθηκαν αμέσως έξω απο την πόρτα τους.

Τους άνοιξε η Ίλια.

Η Σάλι τη φοβόταν λίγο έτσι γεροδεμένη και φωνακλού που ήταν, μα ο Μάνι την λάτρευε γιατί πάντα τον φίλευε με τις καλύτερες νοστιμιές της!

- Βρε, καλώς τους! Έκανε καλοσυνάτα η Ίλια μόλις τους αντίκρυσε στο κατώφλι και τους έκλεισε στην τεράστια της αγκαλιά.

-Πού ήσασταν βρε τόσο καιρό και δεν ερχόσασταν να με δείτε;

Μέσα στην αγκαλιά της, τα μικρούλικα ξωτικά κόντευαν να σκάσουν! Με το ζόρι κατόρθωναν να αναπνέουν έτσι που τα έσφιγγε!

-Άντε , περάστε. Σίγουρα ήρθατε να δείτε τις τιμωρημένες φίλες σας κι όχι εμένα τη γριά!

-Τιμωρημένες; έκανε απορημένος ο Μάνι. Γιατί;

- Το γιατί θα σας το πουν οι ίδιες. Πηγαίνετε στο δωμάτιο τους κι εγώ θα φέρω τα κεράσματα σας!

Τα δυο ξωτικά κινήθηκαν με μικρά πηδηματάκια προς το δωμάτιο των κοριτσιών.

Χαρά που έκαναν οι μικρές νεράιδες μόλις τους είδαν! Μετά τα πρώτα γέλια όμως, η Σάλι ρώτησε σοβαρά τι συνέβη.

Η Φέι, τους διηγήθηκε την ανυπακοή τους και το λόγο φυσικά για τον οποίο πήγαν να συμβουλευτούν την Μάντισσα.

Η Σάλι και ο Μάλι, στεναχωρήθηκαν που άθελα τους, έγιναν αιτία να βρουν τον μπελά τους και να τιμωρηθούν οι φίλες τους!

Πάνω στην ώρα, να και η Ίλια, με έναν δίσκο απο κολοκυθόφλουδα γεμάτα απο κάθε λογής λιχουδιές.

Οι τέσσερις φίλοι, στρώθηκαν γύρω απο το τραπεζάκι των κοριτσιών, που δεν ήταν τίποτα άλλο απο ένα αναποδογυρισμένο βότσαλο, κι έφαγαν του σκασμού!

- Και δε μας είπατε, τι συμβουλή σας έδωσε τελικά η Μάντισσα; έκανε να μάθει ο Μάνι.

- Δυστυχώς, δεν πρέπει να την αποκαλύψουμε σε κανέναν μας είπε, απάντησε η Μέι. Ούτε μεταξύ μας κάνει να τη συζητάμε. Παντού μας είπε υπάρχουν αυτιά! Μάλιστα μας έδωσε κι ένα απο τα μαγικά της φυλακτά. Για ώρα ανάγκης μας είπε.

Τα ξωτικά έβγαλαν ένα επιφώνημα θαυμασμού και στη συνέχεια, εξιστόρησαν στα κορίτσια τον καυγά που έγινε πάλι το πρωί στη φυλή τους.

Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ, πρόσθεσαν. Οι κλοπές συνεχίζονταν και οι νάνοι είναι περισσότερο αγριεμένοι απο ποτέ! Μάλιστα, έδωσαν διορία μέχρι και αύριο για να επιστραφούν τα κλοπιμαία, αλλιώς...

Η φράση δεν τελείωσε παρά έμεινε μετέωρη να πλανιέται στον αέρα , μιας και όλοι ήξεραν πως το λόγο απο εδώ και πέρα θα τον είχαν οι Ντέβας των βουνών!  ( συνεχίζεται)

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1 (μέρος 6) - An Adventure in Fairyland 1 (part 6)


Λίγο μετά, οι δυο νεραιδούλες, ικανοποιημένες που πήραν την πολύτιμη αν και επικίνδυνη συμβουλή και το φυλακτό και αφού την ευχαρίστησαν και την χαιρέτησαν ευγενικά , πήραν το δρόμο του γυρισμού.


Ήταν πραγματικά αποφασισμένες να χρησιμοποιήσουν και τα δυο εφόδια της Μάντισσας προκειμένου να βοηθήσουν τους φίλους τους που ήξεραν με βεβαιότητα πως είναι αθώοι!

Μόλις σηκώθηκαν ψηλά στον αέρα και άρχισαν να πετούν συνάντησαν τον φίλο τους τον Ρούλη το αλογάκι της Παναγίας που με δυο φίλες του ακρίδες , έψαχναν για τροφή αλλά και για παρέα στο παιχνίδι τους,όπως πάντα.

Οι δυο νεραιδούλες, δεν ήθελαν και πολλά παρακάλια. Σε λίγο, στη θορυβώδη και παιχνιδιάρικη παρέα τους, προστέθηκαν μερικά ξωτικά, τρεις νεράιδες των λουλουδιών,μπλε πεταλούδες και τέσσερις λιβελλούλες.

Χάλαγαν τον κόσμο με τα γέλια, τα παιχνίδια και τα ξεφωνητά τους.

Η Μέι και η Φέι, στη ράχη δυο ακρίδων έκαναν διαγωνισμό ποια θα φτάσει με πηδήματα πιο ψηλά. Σιγά-σιγά ανάκατες μυρωδιές άρχισαν να ξεχύνονται απο τα γύρωλουλούδια ώσπου ενώθηκαν όλες μαζί σε μια πελώρια συννεφένια κόκκινη καρδιά που αγκάλιασε όλο τον χλοερό τόπο!

Στη μέση της καρδιάς, δεκάδες μελισσούλες βούιζαν πετώντας χαρούμενα έχοντας στη ράχη τους οι περισσότερες απο αυτές τις νεράιδς των λουλουδιών.

Ήταν ένας παράδεισος χρωμάτων και ευωδιών!

<Αχ! αυτοί οι σημερινοί νέοι !> αναστέναξε ένα κόκκινο καλικαντζαράκι που περνούσε απο εκεί κοντά, < όλη μέρα στο παιχνίδι έχουν τον νου τους!!!>

Κάποια στιγμή όμως, το παιχνίδι τελείωσε και κουρασμένοι όλοι απομακρύνθηκαν και κίνησαν ο καθένας για το σπίτι του.

Το φυλακτό της Μάντισσας, ήταν κρυμμένο καλά στη τσέπη του φουστανιού της Φέι, ενώ η συμβουλή της, ήταν επίσης καλά κρυμμένη στο μυαλό της!

Δεν πρόλαβαν καλά καλά να πατήσουν στο κατώφλι του σπιτιού της γέρικης βελανιδιάς, όταν ακούγοντας ένα γοργό φτεροκόπημα , γύρισαν ξαφνιασμένες τα κεφαλάκια τους προς τον ουρανό.

Ένα πανέμορφο, γαλάζιο περιστέρι κατέβαινε προς το μέρος τους.

Άρχισαν να χοροπηδούν και να ξεφωνίζουν χαρούμενες!

Άπλωσαν τα μικρά, ροδαλά τους χεράκια προς το μέρος του πουλιού που μόλις ακούμπησε τα ποδαράκια του στο κλαρί του δέντρου, μεταμορφώθηκε στην πεντάμορφη μητέρα τους!!! Την γαλάζια νεράιδα!

Το χαμόγελο της, φώτισε όλο το χώρο γύρω τους, ενώ όλες σχεδόν οι πυγολαμπίδες του δάσους , άρχισαν να έρχονται προς το μέρος της φωτίζοντας κι αυτές με τη σειρά τους το χώρο, μιας και την αγαπούσαν πολύ.

Η νεράιδα, αγκάλιασε τις κορούλες της και μαζί πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού ενώ οι απογοητευμένες πυγολαμπίδες αρκέστηκαν να πετούν κυκλικά στο κατώφλι.

<Λοιπόν; Πώς είναι τα λατρεμένα μου νεραιδάκια;>

<Καλά είμαστε μαμά>, έκανε η Φέι < μα, μας έλειψες! Πρώτη φορά λείπεις απο κοντά μας τόσες πολλές μέρες!>

<Το ξέρω γλυκιά μου, μα όπως ξέρετε, υπάρχουν πολλοί που με έχουν ανάγκη.>

< Μα, κι εμείς μαμά σε έχουμε ανάγκη!> είπε η παραπονιάρα Μέι χαιδεύοντας της τρυφερά τα πλούσια μακριά, ξανθά μαλλιά της.

<Καλές μου>, είπε τρυφερά η μητέρα τους, ενώ τώρα πήρε στην αγκαλιά της και τις δυο, <εσείς είστε πάνω απο όλα στη ζωή μου. Όμως ποτέ όπως σας έχω πει πολλές φορές , δεν πρέπει να κοιτάμε μόνο τον εαυτό μας. Πάντα πρέπει να νοιαζόμαστε και για τους γύρω μας!>

<Μπα! > ακούστηκε η βαριά φωνή της Ίλια που έβγαινε απο την κουζίνα, <βρήκατε επιτέλους το δρόμο του γυρισμού;>

Όμως η αγριάδα στη φωνή της, αμέσως μετατράπηκε σε τρυφερότητα όταν αντίκρυσε την μητέρα των νεραιδών.

Την πλησίασε, την αγκάλιασε και της χάιδεψε τρυφερά την πλάτη.

<Πώς είσαι; Κουράστηκες; Γιατί άργησες; Πεινάς; Θέλεις να κοιμηθείς; > άρχισε η Ίλια με έναν καταιγισμό ερωτήσεων που δεν περίμεναν απάντηση. Μ'αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να εκδηλώσει το μητρικό της ενδιαφέρον για τη γαλάζια νεράιδα.

<Αχ! Ίλια>, είπε η νεράιδα χαμογελώντας,<είμαι λίγο κουρασμένη και πρ αγματιά θέλω κάτι να φάω απο τα χεράκια σου! Μου έλειψαν τα νόστιμα φαγητά σου εκεί ψηλά >, είπε κάνοντας ένα νεύμα προς τα πάνω.

Η Ίλια, άλλο που δεν ήθελε να ακούσει. Έτρεξε στο βασίλειο της (την κουζίνα) και έστρωσε τραπέζι για όλους τους.

Φρεσκοψημένο ψωμί με βρώμη, φρέσκο γάλα, τηγανίτες βουτύρου, πατάτες τηγανιτές και χυμό μήλου.

Σε λίγο, όλες τους, έτρωγαν με μεγάλη όρεξη.

Όταν τελείωσαν, οι δυο νεραιδούλες ζήτησαν να μάθουν πως πήγε η αποστολή της μαμάς τους.

<Δυστυχώς>, απάντησε εκείνη ενώ προσπαθούσε να κόψει μια πελώρια ρόγα σταφυλιού στα δυο, <τα αστέρια έχουν ήδη αρχίσει να λιγοστεύουν και φαίνεται σαν κανείς να μη γνωρίζει το λόγο που τα δόντια των μικρών παιδιών δεν είναι πια γερά. Η ξαδέρφη μου, η νεράιδα των δοντιών είναι πολύ στεναχωρημένη. Μάλιστα, νομίζει πως απο εδώ και στο εξής δε θα έχει καμιά δουλειά να κάνει!>

<Πω πω!> έκαναν οι Μέι και Φέι.

<Τέλος πάντων>, συνέχισε η μητέρα τους, ίσως μπορώ να κάνω κάτι ακόμη για να τη βοηθήσω.>

<Τι μαμα;> έκανε να μάθει η πάντα περίεργη Μέι.

<Λοιπόν, αρκετά είπαμε για σήμερα. Ο ήλιος έχει δύσει εδώ και αρκετή ώρα. Γρήγορα στα κρεβάτια σας για ύπνο και τα ξαναλέμε αύριο>.

< Ναι, μαμάκα> είπαν υπάκουαν τα ζωηρά νεραιδάκια και φιλώντας την όπως και την Ίλια φυσικά- κίνησαν για το δωμάτιο τους.

Η μαμά τους, έμεινε να βοηθήσει την Ίλια με τα πιάτα αλλά και να κουτσομπολέψουν λίγο.

Η Μέι και η Φέι δεν είχαν όμως ύπνο. Καθισμένες στα κρεβατάκια τους απο φλούδα φουντουκιού, φαίνονταν προβληματισμένες.

<Και τώρα που ήρθε η μαμά>είπε η Μέι , <πώς θα το σκάσουμε αργά τη νύχτα; Ξέρεις πολύ καλά πως η μαμά δεν κοιμάται σχεδόν καθόλου κι αν κοιμηθεί , κοιμάται σαν πουλάκι όπως είναι και η άλλη της μορφή . Δεν είναι σαν την Ίλια που μέχρι να πεις <μέλι> πέφτει σαν ξερή!>

<Έχεις δίκιο,>έκανε λυπημένα η Φέι <την πατήσαμε! έπρεπε να είχαμε πάει χτες στη Μάντισσα, Άσε το για σήμερα λοιπόν. Αν είμαστε τυχερές η μαμά θα φύγει πάλι μια απο τις επόμενες μέρες. Και τότε θα δράσουμε!>

<Εκτός, κι αν είναι ήδη πολύ αργά!> έκανε η Μέι, αναλογιζόμενη τις συνέπειες που θα είχε η παραπομπή των Πίξι στους Ντέβας των βουνών αν οι νάνοι εξοργίζονταν ακόμη περισσότερο και αψηφούσαν τη φιλία των αρχηγών των δυο φυλών!!!

Όλοι ήξεραν, πως κάποτε, πριν πολλά πολλά χρόνια, ένας άνθρωπος φιλάργυρος και επικίνδυνος κατόρθωσε να φτάσει στη χώρα των νεραιδών και των ξωτικών με σκοπό να βρει το ξακουστό - ακόμα και στον κόσμο των ανθρώπων- ορυχείο των νάνων - ξωτικών Κόμπολντ.

Κανείς δε ξέρει πως, αλλά κάποια στιγμή το ανακάλυψε στους πρόποδες των βουνών.

Εκείνη την ώρα ήταν μόνος του ο αρχηγός τους καθώς η ώρα ήταν περασμένη και οι υπόλοιποι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Ο άνθρωπος αυτός, βλέποντας μόνο του τον αρχηγό των νάνων και μη πιστεύοντας όπως φαίνεται στην καλή του τύχη, πλησίασε αθόρυβα και τον άρπαξε βίαια απαιτώντας με άσχημο τρόπο όλο το θησαυρό!

Ο αρχηγός των νάνων-ξωτικών, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκε να του τον δώσει μιας και είναι επίσης γνωστό πως μόνο η ευγένεια και η καλοσύνη μπορούν να σταθούν ικανές να πάρει κάποιος κάτι απο τον αμύθητο θησαυρό των Κόμπολντ.

Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, άρπαξε το νάνο και απείλησε πως θα τον σκοτώσει αν δεν έκανε όπως του έλεγε!

Για κακή τύχη όμως του αδίστακτου αυτού ανθρώπου και για καλή του αρχηγού των νάνων, εκείνη τη άσχημη στιγμή έτυχε να περνά απο εκεί ο αρχηγός των ξωτικών Πίξι.

( συνεχίζεται...)

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1 / adventure in Fairyland 1 - μέρος 5 /part 5

<Περάστε νεραιδοκόριτσα μου! Σας περίμενα!> ακούστηκε μια γλυκιά και βαθιά φωνή απο το εσωτερικό του σπιτιού.


Ήταν η φωνή της μάντισσας. Του σοφότερου ίσως πλάσματος της Νεραιδοχώρας!

Αρκετή απόσταση πέρα απο εκεί,και συγκεκριμένα στην περιοχή των ορυχείων δούλευαν οι νάνοι μοχθώντας σκληρά , όπως κάθε μέρα άλλωστε.

Όπως κάθε αυγή επίσης, μόλις έφτασαν εκεί διαπίστωσαν πάλι την ίδια κλοπή που γινόταν και επαναλαμβανόταν τις τελευταίες μέρες.

Απελπισμένοι και αποκαρδιωμένοι,δούλευαν ενώ ο ήλιος έστελνε τις καυτές του ακτίνες στα ήδη κουρασμένα και ιδρωμένα πρόσωπα΄τους. Γύρω τους,τα ζώα του δάσους,τα πουλιά, τα έντομα χαίρονταν κι απολάμβαναν τη ζεστή αυτή καλοκαιρινή μέρα. Μόνο τα μικρά μυρμήγκια, ακούραστα και εργατικά κι αυτά όπως οι νάνοι,δούλευαν ολημερίς δίχως να παραπονιούνται.

Αντίθετα τα τζιτζίκια -εκνευριστικά πολλές φορές- έπιασαν πάλι το τραγούδι απο πολύ νωρίς το πρωί. Σήμερα είχαν μάλιστα αλλάξει και ρεπερτόριο, <Τρα λα λα τρα λα λο το αερικό ατίθασο και ζωηρό έκανε όλο το κακό! τρα λα λα τρα λα λο>

<Ωχ! Κι εσείς με το ανόητο τραγούδι σας απο το πρωί! Μας έχετε ζαλίσει τα μυτερά μας αυτιά!> είπε αγανακτισμένος ο Σέρικ ο πιο εργατικός νάνος-ξωτικό και ο πιο μουρμούρης για να λέμε την αλήθεια, ενώ προσπαθούσε να σηκώσει ένα βαρύ διαμάντι.

Τα τζιτζίκια, απτόητα στις μουρμούρες των νάνων,συνέχιζαν το τραγούδι τους, αδιαφορώντας.

Και οι νάνοι Κόμπολντ συνέχιζαν κι αυτοί τη δουλειά τους, αδιαφορώντας -προσωρινά πάντα - για τις συνεχιζόμενες κλοπές.

Η Μέι και η Φέι, μπαίνοντας στο υπέροχο σπίτι της Μάντισσας, ξέχασαν μεμιάς τους καλούς τους τρόπους κι έμειναν άφωνες στο θέαμα που αντίκρυσαν.

Όλοι οι τοίχοι του μικροσκοπικού σπιτιού , ήταν καλυμμένοι με πολύχρωμα λουλούδια και πρασινάδα, ενώ παράξενοι μυρωδάτοι καρποί κρέμονταν απο την οροφή,

Στο δάπεδο, η καταπράσινη σαν βελούδο χλόη-πιο μαλακιά απο οποιοδήποτε χαλί- βούλιαξε απο το πάτημα τους.

Απο τα δυο πελώρια παράθυρα, το φως του ήλιου χάριζε στο δωμάτιο τη ζεστασιά και τη δροσιά συγχρόνως του καλοκαιριού.

Ήταν απίθανο, σκέφτηκαν και οι δυο νεραιδούλες, ενώ το βλέμμα τους , έπεσε σε μια παρέα απο ροζ και μωβ πεταλούδες που χόρευαν σε κύκλο πάνω απο έναν πελώριο άσπρο κρίνο που ξεπηδούσε απο το χλοερό πάτωμα.

Τη σιωπή διέκοψε η ευγενική φωνή της Μάντισσας που με τα απλά της ρούχα φάνταζε σαν μια συνηθισμένη χωρική. Μόνη εξαίρεση το δερμάτινο πουγκί που κρεμόταν απο τη μέση της και που όλοι στη νεραιδοχώρα ήξεραν πολύ καλά πως εκεί έκρυβε τα γιατρικά της, τα φυλακτά της και τα ξόρκια της!

<Ελάτε Μέι και Φέι! Καθίστε κοντά μου!> τους είπε, ενώ με το χέρι της τους έγνεψε να πλησιάσουν . Η ίδια καθόταν πάνω σε ένα γέρικο καφέ μανιτάρι.

Μόλις την πλησίασαν αμήχανα οι δυο αδερφές, δυο κόκκινα μανιταράκια με άσπρες βούλες, ξεφύτρωσαν απο το πουθενά , ώστε να χρησιμεύσουν για καθίσματα.

Ντροπιασμένη και ίσως και μετανιωμένη που έκανε αυτή την επίσκεψη, η Φέι , συγκεντρώνοντας όλο το της το θάρρος, είπε: <Καλή μας Μάντισσα, ξέρουμε πως είναι απαγορευμένο να σε ενοχλούν μικρά κορίτσια μα ήταν ανάγκη να σε δούμε και να σε συμβουλευτούμε. Γι'αυτό και ήρθαμε.>

Η Μάντισσα, έβαλε τα γέλια και με το λεπτό χεράκι της , τις καθησύχασε νεύοντας τις φιλικά. Όλα πάνω της ήταν μικροσκοπικά. Μα και η ίδια δεν ήταν μεγαλύτερη απο ένα φασόλι. Για την ακρίβεια, ήταν απο τα πιο μικροκαμωμένα πλάσματα του νεραιδόκοσμου!

Όμως τα μακριά κόκκινα μαλλιά της που έφταναν μέχρι τις πατούσες της, της έδιναν μια λάμψη και την έκαναν να μοιάζει ψηλότερη απο το πραγματικό της μπόι.

Το καλοσυνάτο της πρόσωπο γέμισε γλύκα όταν κοίταξε τη Μέι και τη Φέι.

<Δεν χρειάζεται να απολογείστε. Ξέρω πολύ καλά γιατί είστε εδώ.>

<Μα πώς> έκανε η Μέι που είχε πια καταλάβει το σχέδιο της πονηρής αδερφής της.

<Η Μάντισσα, όλα τα ξέρει, όλα τα βλέπει και όλα τα ερευνά> τους είπε με πονηρό ύφος.

<Είστε πολύ καλές που νοιάζεστε για τους καλούς σας φίλους. Όμως..> Δε συνέχισε τη φράση της, αφού το χαμόγελο στα χείλη της έσβησε μεμιάς.

<Τι συμβαίνει καλή μου Μάντισσα;> ζήτησε να μάθει η Φέι.

<Λυπάμαι, αλλά σε αυτή την περίπτωση δε μπορώ να σας βοηθήσω όσο θα ήθελα . Πραγματικά δε ξέρω να σας πω ποιός κάνει αυτές τις κλοπές> είπε απογοητευμένη τώρα. <Πάντως έχω να σας δώσω δυο πράγματα που ίσως σας βοηθήσουν αν είστε τυχερές>

<Τι πράγματα;> έκαναν ανυπόμονα οι δυο νεράιδες.

<Μια συμβούλή κι ένα φυλακτό> απάντησε η σοφή γυναίκα ανοίγοντας το πουγκί που είχε στη μέση της.



Λίγο μετά, οι δυο νεραιδούλες, ικανοποιημένες που πήραν την πολύτιμη αν και επικίνδυνη συμβουλή και το φυλακτό και αφού την ευχαρίστησαν και την χαιρέτησαν ευγενικά , πήραν το δρόμο του γυρισμού.

Ήταν πραγματικά αποφασισμένες να χρησιμοποιήσουν και τα δυο εφόδια της Μάντισσας προκειμένου να βοηθήσουν τους φίλους τους που ήξεραν με βεβαιότητα πως είναι αθώοι!
(συνεχίζεται)

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα [μέρος 4]/Adventure in Fairyland[part 4]

Την ιδια ώρα, εκείνο το όμορφο ζεστό πρωινό, στα ορυχεία των νάνων,στους πρόποδες των βουνών που κατοικούσαν και προστάτευαν οι Ορεάδες,επικρατούσε σύγχυση και απογοήτευση ανάμεσα στους νάνους.


Οι νανοι γενικά, κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο νεραιδοβασίλειο. Απο τη φύση τους πολύ σοβαροί και προσγειωμένοι, διαθέτουν πολυ υπομονή , στοιχείο πολύ απαραίτητο στην σκληρή τους εργασία.

Σαν πνεύματα της γης, ενδιαφέρονται για όλα τα αγαθά που έχει αυτή να προσφέρει για αυτό και η κύρια τους ενασχόληση είναι τα ορυχεία.

Όταν ασχολούνται με την εργασία τους,γίνονται ζωηροί και ενθουσιώδεις και η χαρά τους είναι να μοιράζονται τις απεριόριστες γνώσεις τους για τον ορυκτό πλούτο με όποιον επιθυμεί να μάθει.

Πολλές φορές μάλιστα,εκμυστηρεύονται τις γνώσεις και τα μυστικά τους ακόμη και σε ανθρώπους που επιθυμούν πραγματικά να μάθουν.

Ιδιαίτερα οι νάνοι Κόμπολντ,έχουν φιλικές διαθέσεις προς τους ανθρώπους και αρκετές φορές τους οδηγούν σε πλούσιες φλέβες χρυσού και άλλων πολύτιμων μεταλλευμάτων. Είναι δηλαδή οι φυσικοί ιδιοκτήτες των πολύτιμων μετάλλων και λίθων που υπάρχουν σε αφθονία στη γη!

Γι'αυτό το λόγο αλλά κυρίως για το ότι πρώτη φορά συνέβαινε κάτι το τόσο απεχθές στο μικρό βασίλειο τους , ήταν τόσο ταραγμένοι εκείνες τις μέρες.

Εκείνο το πρωί μάλιστα, σάστισαν καθώς διαπίστωσαν μόλις έφτασαν στο τόπο της εργασίας τους ,την κλοπή κι άλλων πολύτιμων πετραδιών που είχαν εξορύξει μόλις το προηγούμενο απόγευμα!

< Α! Αυτό πια πάει πολύ!> αναφώνησαν οι περισσότεροι, φανερά εξογισμένοι, μόλις το διαπίστωσαν.

<Ουτε να φοβηθούν πια μετά τις χτεσινές μας απειλές!> είπαν μερικοί με αληθινή στεναχώρια.

<Ίσως τελικά αρχηγέ>, είπε ένας κάπως κακομούτσουνος νάνος, < να πρέπει να καταφύγουμε στους Ντέβας του βουνού>

<Όχι, σύντροφοι μου! Ας κάνουμε λίγη υπομονή. Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα συνετιστούν, ειδικά μετά τα χτεσινά, μιας και τα έχει μάθει, όπως πληροφορήθηκα όλος ο νεραιδόκοσμος.>

Απο την άλλη, σκέφτηκε λυπημένος ο ηλικιωμένος αρχηγός των νάνων, δε θέλω να χαλάσω την μακρόχρονη φιλία μου με τον αρχηγό των ξωτικών Πίξι.

Οι δυο αρχηγοί είχαν μια αιώνια θα έλεγε κανείς - με τα ανθρώπινα δεδομένα μέτρησης του χρόνου- αληθινή και αγνή φιλία .Όμως τώρα , με όλα αυτά τα γεγονότα ποιός ξέρει που θα κατέληγε η όμορφη αυτή σχέση.

Το όμορφο πρωινό, έδωσε σιγά σιγά τη θέση του στο απογευματινό σούρουπο μιας και ο ήλιος είχε πια αποφασίσει να αποσυρθεί για την βραδινή του ξεκούραση.

Η Μέι και η Φέι , βλέποντας το φως της ημέρας όλο και να λιγοστεύει, χαιρέτησαν τους φίλους τους και τους ζήτησαν να μη στεναχωριούνται γιατί γρήγορα θα αποκαλυφθεί ο αληθινός ένοχος και πέταξαν για το σπίτι τους.

Γαργαλιστικές μυρωδιές ξεχύνονταν απο την κουζίνα του σπιτιού της γέρικης βελανιδιάς.

<Καλώς τις!>, έκανε χαρωπά η Ίλια μόλις τις είδε να μπαίνουν φουριόζες και αναμαλλιασμένες απο το πρώιμο βραδινό αεράκι.

<Τι καλό μας μαγείρεψες καλή μας γκουβερνάντα;>

<Μα τι άλλο>, έκανε εκείνη πονηρά, <απο το αγαπημένο φαγητό όλων των πλασμάτων; Τηγανίτες πατάτας με μέλι!>

<Γιούπι!!!> φώναξαν με χαρά οι νεραιδούλες και στρώθηκαν για φαί.

Καθώς περνούσε η ώρα και το σκοτάδι άπλωνε τις σκιές του σε όλο το νεραιδοδάσος, μια σκοτεινή, αλλόκοτη φιγούρα, περιδιάβαινε σκυφτή, κοιτώντας συνέχεια δεξιά και αριστερά γαι κάποιο άγρυπνο και αδιάκριτο βλέμμα.

Ένα σαρδόνιο και κάπως μοχθηρό γέλιο ακούστηκε απο τη μεριά του που όμως πέταξε μακριά, πέρα απο τις κορφές των βουνών και χάθηκε μαζί με το γάργαρο νερό του μεγάλου ποταμού...

Το άλλο πρωί,οι δυο νεραιδούλες ξύπνησαν προβληματισμένες.

< Τι θα κάνουμε;> αναρωτήθηκε η ευαίσθητη Μέι,< σίγουρα κάτι μπορούμε να κάνουμε κι εμείς για να βοηθήσουμε τα αγαπημένα μας Πίξι>

Η ατρόμητη Φέι, σκέφτηκε λίγο κι έπειτα είπε συνωμοτικά στη αδερφή της<Έχω ένα σχέδιο!>

<Τι;> έκανε να μάθει περίεργη η Μέι.

<Θα δεις!> της είπε η Φέι, αφήνοντας ένα μυστήριο να πλανηθεί στον αέρα.

Παίρνοντας λίγο κέικ για το δρόμο, ξεκίνησαν γρήγορα γρήγορα για την πρωινή τους βόλτα, φιλώντας βιαστικά την παραξενεμένη Ίλια.

Η Φέι , άρπαξε απο το χέρι την αδερφή της και κίνησαν με ένα γοργό θρόισμα των μικροσκοπικών φτερών τους για μια άγνωστη διαδρομή.

<Μα πού πάμε;> ρώτησε απορημένη η Μέι.

< Πέτα και μη μιλάς, θα δεις!>

Στο δρόμο τους,συνάντησαν πολλά πλάσματα του βασιλείου τους που καταγίνονταν με τις πρωινές τους δουλειές.

Συνάντησαν και τη φίλη τους τη Νάδα,τη λιβελλούλα που τις χαιρέτησε εγκάρδια.

Δεν κοντοστάθηκαν πουθενά.

Και τραβώντας συνέχεια η Φέι τη Μέι απο το χέρι , έφτασαν στην άλλη άκρη της ρεματιάς στο μέρος όπου οι πιο όμορφες καμπανούλες του κόσμου φύτρωναν.

<Μα εδώ, μένει...> έκανε σαστισμένη η Μέι.

<Ναι εδώ!> είπε πονηρά η Φέι.

<Μα Φέι, ξέρεις πως αυτό το μέρος είναι απαγορευμένο για εμάς! Τι θα πει η μαμά, η Ίλια αν το μάθουν;>

<Αυτό δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι! Όμως είναι για καλό!> 'ειπε η Φέι ανυπόμονα <Έλα , προχώρα!>

Περπατώντας σιγά και αναπνέοντας τον τον υπέροχο καθαρό πρωινό αέρα και την μαγευτική μυρωδιά των λουλουδιών, βρέθηκαν έξω απο ένα ξύλινο μικροσκοπικό σπιτάκι γεμάτο απο λουλούδια απο τη στέγη ως τα θεμέλια!

Δεντράκια στο ύψος του σπιτιου , στο χρώμα του ουρανού και φορτωμένα με άσπρους παράξενους καρπούς, το πλαισίωναν, ενώ πουλάκια σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου πετούσαν τριγύρω, τιτιβίζοντας χαρούμενα. Ήταν όλα τόσο μαγευτικά!

Η Φέι ξεροκατάπιε και αποφασιστικά έκανε μερικά βήματα μπροστά , για να βρεθεί ακολουθούμενη απο την αδερφή της , ακριβώς μπροστά απο την ροζ λουλουδιασμένη πόρτα του υπέροχου σπιτιού.

Σηκώνοντας το χέρι της χτύπησε την πόρτα δυο φορές και αυτή άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο...
[συνεχίζεται]

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1/an adventure in Fairyland1 [part 3/μέρος 3]

Την άλλη μέρα το πρωί, η Μέι και Φέι ξύπνησαν πιο ξεκούραστες και δυνατές. Ίσως πράγματι αυτό το αηδιαστικό κατασκεύασμα να τις είχε κάνει καλά.


Αφού πλύθηκαν, έφαγαν με τρομερή όρεξη το νόστιμο νεραιδοκέικ τους που το βουτούσαν μέσα στο ζεστό γάλα.

<Μπορούμε τώρα να πάμε έξω;> ρώτησαν επιφυλακτικά την Ίλια.

Η καλή τους γκουβερνάντα αφού παρατήρησε πάνω απο τα κεφαλάκια τους και είδε πως οι φλογίτσες του πυρετού είχανε σβήσει για τα καλά, τους επέτρεψε να βγουν με τον όρο με τον όρο όμως να έχουν επιστρέψει πριν τη δύση του ήλιου.

Έτσι την ευχαρίστησαν , την φίλησαν τρυφερά στα φουσκωτά της μάγουλα και βγαίνοντας στο κατώφλι του σπιτιού, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν μακριά.

Τα Πίξι , πέρα στην μεριά του ποταμού,στον ρεικότοπο που τα φιλοξενούσε εδώ και αιώνες, δεν είχαν κλείσει μάτι όλη νύχτα. Τι ντροπή! Σκεφτόταν το καθένα απο μόνο του.Τι ντροπή να ακούγονται τέτοιες κατηγορίες για τη φυλή μας!

Ήταν τόση η σαστιμάρα τους εκείνο το πρωινό που μερικά απο αυτά είχαν ξεχάσει να φορέσουν ακόμη και το πολυαγαπημένο τους πράσινο μυτερό καπελάκι!

<Σύντροφοι>, ακούστηκε μια δυνατή φωνή και όλοι γύρισαν προς τη μεριά του αρχηγού τους του Ταν, <πρέπει να δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη ν κατάσταση που δημιουργήθηκε! Δεν είναι σωστό - μιας και ποτέ μας δε βλάψαμε κανέναν ή τίποτα- να υπάρχουν τέτοιες φήμες για μας στον θαυμαστό κόσμο της νεραιδοχώρας μας. Ως και τα ψάρια και τα βατράχια του ποταμού μας αποφεύγουν απο το πρωί. Μόλις ξύπνησα σήμερα, με την αυγή του ήλιου, τρεις πιτσιλωτές πεταλούδες, πετούσαν και γελούσαν κοροιδευτικά απο πάνω μου. Δε θα το ανεχτώ αυτό για την αγαπημένη μας φυλή. Γι'αυτό σας παρακαλώ, όποιος ή όποιοι απο εσάς πήραν αυτά τα πετράδια ,που δεν μας ανήκουν, να τα επιστρέει σήμερα! Τώρα κιόλας !> πρόσθεσε με την δυνατή φωνή του που τώρα ακουγόταν θυμωμένη αλλά και στεναχωρημένη συγχρόνως.

Ένα βουητό, σιγανό στην αρχή ακούστηκε απο τη μεριά των ξωτικών Πίξι που τον άκουγαν. Που έγινε όμως πολύ δυνατό καθώς οι αγανακτισμένες τους φωνές και οι διαμαρτυρίες τους άρχισαν να απλώνονται σε όλο τον ρεικότοπο. Τα πουλάκια γύρω στα δέντρα πέταξαν μακριά φοβισμένα. Ένα θαρραλέο ξωτικό πήρε το λόγο. <Σταματήστε! Δεν έχει νόημα να φωνάζουμε. Αρχηγέ, ως εκπρόσωπος της φυλής μας , σου δίνω το λόγο της ξωτικής μου τιμής πως κανείς απο μας δε θα έκανε ποτέ μια τόσο τρομερή πράξη. Γνωρίζουμε τους νάνους Κόμπολντ, καθώς και την κουραστική δουλειά που κάνουν απο το πρωί ως το βράδυ. ποτέ δε θα τους βλάπταμε!>

<Μάλλον αλλού πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας> , πετάχτηκε ένα άλλο ξωτικό. Ίσως κάποιος μας παγίδευσε για να βρούμε το μπελά μας και να χάσουμε την αξιοπιστία μας!>

<Ποιός να μας βοηθήσει όμως; Ποιός να μας πιστέψει ;> είπε λυπημένα ένα άλλο ξωτικό Πίξι. <Μέσα σε λίγη ώρα , ίσως χάσαμε την αξιοπιστία και την εκτίμηση που μας έχει όλος ο κόσμος μας, για πάντα!>

Όλοι συμφώνησαν θλιμμένα.

<Τέλος πάντων, εγώ έχω εμπιστοσύνη στο λαό μου> είπε ο αρχηγός τους. <Μονάχα να έχετε το νου σας αν ακούσετε κάτι ή δείτε κάποια παράξενη κίνηση. Ισως έχετε δίκιο και κάποιος να προσπαθεί να μας παγιδεύσει!>

Τα ξωτικά διαλύθηκαν μουδιασμένα και απογοητευμένα και άρχισαν να ασχολούνται με τις δουλειές της ημέρας. Φυσικά πού κέφι για σκανταλιές και πειράγματα εκείνη την μέρα...

Δυο απο τα Πίξι, η Σάλι και ο Μάλι, ξεμάκρυναν απο τους υπόλοιπους για μια ήρεμη βολτούλα . Περπατούσαν με βήμα αργό και το κεφαλάκι τους σκυφτό , ενώ διάφορες σκέψεις κατέκλυζαν τα μυαλουδάκια τους.

Σταμάτησαν και κάθησαν κάτω απο μια κατακόκκινη παπαρούνα ενώ απο πάνω τους δούλευε ακούραστα μια νεράιδα ετοιμάζοντας το όμορφο λουλούδι για την καθημερινή επίσκεψη των μελισσών.

<Τι λες εσύ για όλα αυτά;> ρώτησε η Σάλι τον Μάλι. <Τι να σου πω. Μου φαίνονται περίεργα. Μάλλον έχουν δίκιο οι άλλοι πως πρόκειται για συνομωσία>είπε ο Μάλι..<Ίσως θα έπρεπε να βρούμε τους νάνους και να τους πούμε για τις υποψίες μας.>

<'Οχι ακόμη Σάλι . Ας περιμένουμε λίγο και σήμερα. Ίσως σταματήσουν οι κλοπές μετά τη χτεσινή φασαρία.>

Ο Μάλι, λέγοντας τα αυτά , πήρε με το χεράκι του λίγη χλόη κι άρχισε να την μασουλάει ανόρεχτα. <Να! Έρχονται οι φιλες μας > είπε ο Σάλι ενώ σηκωνόταν όλο χαρά.

Ο Μάλι, σήκωσε το κεφαλάκι του και είδε τις αγαπημένες του φίλες και συντρόφους στο παιχνίδι να κατεβαίνουν απο ψηλά με ένα γρήγορο θρόισμα των φτερών τους.

Στα χέρια της η Φέι κρατούσε κάτι. < Αχ και να ήταν νεραιδοκέικ !> σκέφτηκε ο πάντα πεινασμένος Μάλι. Μα ναι, ήταν κεικ και μάλιστα απο το αγαπημένο του. Απο τα χέρια της τρομερής Ίλια της καλύτερης μαγείρισσας του νεραιδόκοσμου!

Η Φέι άπλωσε το χεράκι της και του το έδωσε γελώντας μιας και ήξερε βέβαια πόσο τρελαινόταν γι'αυτό!

<Τι καλά που σας βλέπουμε πάλι!> είπε η Μέι αγκαλιάζοντας την Σάλι και τον Μάλι που ήταν μπουκωμένς με κεικ.

< Μας λείψατε!> είπε η Σάλι. <Ελπίζουμε τώρα να είστε εντελώς καλά!>

<Μα ναι>, αποκρίθηκε η Φέι < αλλιώς νομίζεις πως θα μας άφηνε η τρομερή Ίλια να ξεμυτίσουμε απο τα νεραιδοκρέβατα μας; > <μα πεστε μας>, συνέχισε η ανυπόμονα η μικρή νεράιδα < τι συνέβη χτες; ανακάλυψαν τελικά τον κλέφτη;>

< Όχι!>, είπαν με μια φωνή όλο απογοήτευση τα δυο ΠΊξι και κατέβασαν με μιας τα χαριτωμένα κεφαλάκια τους λες και ντρέπονταν.

Μια πρωινή δροσοσταλίδα κύλησε απο την ανεμώνα απο πάνω τους και τους πιτσίλισε.

<Ελάτε> είπε η Μέι ας περπατήσουμε λίγο.

Πιο κάτω ένας γέρικος νάνος τους προσπέρασε βιαστικά γυρίζοντας επιδεικτικά το κεφάλι του απο την άλλη μεριά όταν τους συνάντησε.

[συνεχίζεται]

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1 / Μέρος 2ο/ an adventure in fairyland [part 2nd]

Ο τόπος του γλεντιού είχε πλημμυρίσει απο τη βροχή του μαύρου σύννεφου. Οι λιχουδιές είχαν φυσικά χαλάσει και όλοι τσαλαβουτούσαν τώρα μέσα στις λάσπες. Οι περισσότεροι άρχισαν τώρα να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους, ενώ τα ξωτικά Πίξι-οι κατηγορούμενοι- άρχισαν ταραγμένα να κοιτούν το ένα το άλλο.


Για πρώτη φορά ανάμεσα τους μπήκε ένας φοβερός εχθρός. Η υποψία! Η υποψία, ότι κάποιος απο όλους τους είναι κλέφτης!

Τα ξωτικά Πίξι, είναι απο τα πιο αγαπημένα πλάσματα του νεραιδόκοσμου. Ζουν στο ρεικοτόπι πλάι στο ποταμάκι και ποτέ μα ποτέ δεν είχαν κάνει κακό σε κανένα.

Με τα παιδικά τους στρογγυλά μουτράκια, τα μυτερά τους αυτιά, τις ανασηκωμένες αυθάδικες μυτούλες τους και τις πράσινες τους φορεσιές, κατόρθωναν πάντα να γίνονται αξιαγάπητα σε όλα τα πλάσματα του κόσμου τους. Ακόμη και στους ανθρώπους πολλές φορές!

Η αλήθεια βέβαια είναι πως τα συγκεκριμένα ξωτικά είναι πολύ ζωηρά. Τρελαίνονται για πλάκες, φάρσες και πειράγματα!

Άλλο όμως να κάνουν κάτι για αστείο - ένα απο τα αγαπημένα τους συνήθως ήταν να παίρνουν αντικείμενα αλλά μετά απο λίγο να τα επιστρέφουν- και άλλο να κάνουν κάτι που βλάπτει τον άλλο ή την περιουσία του!

Ποτέ μα ποτέ κανείς δεν είπε ότι τον ενοχλούν και πολύ περισσότερο κανείς ποτέ ξανά δεν τα αποκάλεσε κλέφτες!







Στο μεταξύ πάνω πολύ ψηλά στην βελανιδιά οι δυο νεραιδούλες Μέι και Φέι, παραξενεύτηκαν που ο χαρούμενος θόρυβος και η μουσική σταμάτησαν τόσο απότομα.

Ήταν απο ώρα στεναχωρημένες που δε μπορούσαν να κατέβουν στη γιορτή μιας και είχαν αρπάξει και οι δυο ένα γερό κρυολόγημα που τις είχε καθηλώσει στο κρεβάτι.

Η μητέρα τους, η γαλάζια νεράδα, λίγο πριν φύγει για το ταξίδι της στη Σελήνη, τους είχε απαγορεύσει να ξεμυτίσουν απο το σπίτι μέχρι να γίνουν εντελώς καλά και ανάλιγη εντολή είχε δώσει και στην γκουβερνάντα τους την Ίλια, ένα φοβερό και τρομερό μα αξιαγάπητο ξωτικό που τις φρόντιζε απο μωρά.

Δίπλα στα κρεβάτια τους πάνω στα μανιταρένια τους τραπεζάκια βρίσκονταν ακόμη τα ποτήρια τους γεμάτα απο το βρωμερό γιατρικό απο δρακάκι και αγριομολόχα που τους είχε ετοιμάσει εδώ και ώρα η Ίλια για να πιούν.

Μα αυτές ήδη αισθ!άνονταν καλύτερα και ανυπομονούσαν να τρέξουν, να παίξουν και να χορέψουν. Τώρα όμως; Τι να είχε συμβεί και το γλέντι είχε διακοπεί τόσο απότομα;

Ακόμη ο ήλιος έλαμπε και έστελνε τις χρυσαφιές του ακτίνες ως και μέσα στο σπίτι τους, στην ψηλότερη κουφάλα του γέρικου δέντρου.

Σιγά σιγά , πατώντας στις μύτες των ποδιών τους και προσέχοντας να μην κουνήσουν τα μικροσκοπικά διάφανα φτερά τους - μιας και το θρόισμα τους θα τραβούσε την προσοχή της πανταχού παρούσας Ίλια, περπάτησαν ως την άκρη του δωματίου τους και έσκυψαν απο το μικρό παραθυράκι τους να δουν τι συνέβαινε.

Με ανοικτό το στόμα παρακολούθησαν τα ξωτικά Πίξι μουσκεμένα , να τσακώνονται μεταξύ τους και να ανταλλάζουν λόγια πικρά. Μερικά μάλιστα είχαν πιαστεί και στα χέρια! Αυτό ήταν ανήκουστο για τον όμορφο και ειρηνικό τους κόσμο!

Τα ξωτικά και οι νεράιδες σπάνια, σχεδόν ποτέ δε μάλωναν μεταξύ τους. Ζούσαν αρμονικά και χαίρονταν και απολάμβαναν τα παιχνίδια τους, τις περιπέτειες τους και τα δώρα της φύσης.

Κάτι κακό λοιπόν θα συνέβαινε κατέληξαν νοερά οι δυο νεραιδούλες και κοιτάχτηκαν.

Η φωνή απο πίσω τους , τις έκανε να αναπηδήσουν απο τον τρόμο τους.

- Τι γυρεύετε νεαρές μου δεσποινίδες στο παράθυρο; Γρήγορα στα κρεβάτια σας και πιείτε αμέσως το φάρμακο σας!

Ήταν η τρομερή Ίλια . Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς.Αυτό όμως δε τις εμπόδισε να αρχίσουν τις συνηθισμένες τους διαμαρτυρίες.

- Έλα αγαπημένη μας γκουβερνάντα, είπε η Φέι ναζιάρικα . Δε μας βλέπεις; Είμαστε πια πολύ καλά. άφησε μας να πάμε κι εμείς κάτω στο γλέντι! Μια φορά το χρόνο γίνεται αυτό κι εμείς θα το χάσουμε! Περιμέναμε πως και πως όλο το χειμώνα για να τιμήσουμε το πνεύμα της πρασινάδας!

Η Ίλια, στράβωσε τα χείλη της και έβαλε τα δυο χοντρά της χέρια στη μέση της νευριασμένα.

- Ναι, πολύ καλά είστε, τι να σας πω! Άλλα όμως μου λένε οι φλογίτσες πάνω απο τα πεισματάρικα σας κεφαλάκια! Ακόμη έχετε πυρετό! Εμπρός λοιπόν, ξαπλώστε! Εξάλλου, και καλά να ήσασταν δε θα μπορούσατε να πάτε κάτω στη γιορτή διότι απλούστατα δεν υπάρχει πια γιορτή!

- Μα γιατί τι έγινε; ρώτησαν και οι δυο με μια φωνή.

- Τα ξωτικά Πίξι έκαναν αυτή τη φορά μια πολύ ανόητη φάρσα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι , εξήγησε η Ίλια σα να μονολογούσε, δεν αρμόζει στο χαρακτήρα τους και στη συμπεριφορά τους κάτι τέτοιο. Αλλά για να το λένε οι νάνοι Κόμπολντ, κάτι παραπάνω θα ξέρουν...

- Μα γιατί, τι έκαναν τα αγαπημένα μας ξωτικά; θέλησε να μάθει η Μέι.

- Έκλεψαν πολύτιμα πετράδια απο το ορυχείο των νάνων, να τι έκαναν!

- Αποκλείεται, συνέχισε η Μει , ποτέ δεν κλέβουν αυτά. Μπορεί να πάρουν κάποιο αντικείμενο , ίσα μόνο για να ξαφνιάσουν τον κάτοχο του, αλλά αμέσως μετά το επιστρέφουν. Να, όπως και σε εμάς, Φέι, θυμάσαι;

Η Φέι έγνεψε καταφατικά.

-Την περασμένη άνοιξη, ενώ λιαζόμασταν με τη Φέι κάτω απο τη συκομουριά και χτενίζαμε τα μαλλιά μας κρατώντας τα καθρεφτάκια μας, πλησίασαν αθόρυβα δυο Πίξι και μας τα άρπαξαν απο τα χέρια μας, χωρίς καν να πάρουμε είδηση! Όμως, λίγα λεπτά μετά το αρχικό μας ξάφνιασμα, μας τα επέστρεψαν γελώντας και χοροπηδώντας κι εμείς δεν μπορούσαμε παρά να τα συγχωρήσουμε , όπως άλλωστε κάνουμε όλοι μας πάντα. Τα ξέρουμε δα , τι σκανταλιάρικα που είναι!

- Όχι κορίτσια μου, είπε η Ίλια, τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα. Τα πετράδια εξαφανίζονται μόλις βγαίνουν απο το ορυχείο εδώ και μέρες! Μόλις φεύγουν φαίνεται οι νάνοι, το βράδυ, έρχονται τα Πίξι και τα παίρνουν!

Λοιπόν, τέρμα οι συζητήσεις. Πιείτε το φάρμακο σας και κοιμηθείτε. Ο ήλιος έχει πια δύσει για τα καλά.

Με μια γκριμάτσα αηδίας, η Φέι και η Μέι πήραν τα ποτήρια τους και ήπιαν με το ζόρι το πικρό υγρό.

Έπειτα, βαριεστημένα τα δυο νραιδοκόριτσα αλλά και στεναχωρημένα απο το συμβάν έπεσαν να κοιμηθούν.

Ευχαριστημένη η Ίλια, τις σκέπασε , με τα ζεστά τους σκεπάσματα απο φύλλα μηλιάς κι έφυγε να συνεχίσει τις δουλειές της.

Αχ! Πόσο αγαπούσε αυτά τα δυο ζωηρούλικα νεραιδάκια! Τα ένιωθε σα δικά της παιδιά. Όμως ήταν παιδιά της γαλάζιας νεράιδας. Της αγγελικής νεράιδας που απελευθερώνει όλα τα πλάσματα απο το κακό και τη θλίψη!

Και την μητέρα τους την είχε μεγαλώσει η ίδια όταν οι γονείς της, η ροζ νεράιδα και το ξωτικό Γκάμπλι, είχαν απαχθεί απο ανθρώπους. Τότε η Ίλια, είχε αναλάβει τη μικρούλα τότε γαλάζια νεράιδα και την είχε αναθρέψει.

Η γαλάζια νεράιδα είχε πάντα μια σημαντική αποστολή να εκτελέσει. Με τη βαθιά ευσπλαχνία που τη χαρακτήριζε, έτρεχε πάντα εδώ κι εκεί όχι μόνο στον νεραιδόκοσμο και στον κόσμο των ανθρώπων αλλά και σε ολόκληρο το σύμπαν για να προσφέρει τη βοήθεια της. Να! Τώρα για παράδειγμα έλειπε εδώ και τρεις μέρες στον πλανήτη Σελήνη .

Η ξαδέρφη της, η νεράιδα των δοντιών , είχε πρόβλημα. Δεν υπήρχαν πια αρκετά υγιή και καθαρά δόντια για να φτιάξει αστέρια και να φωτίσει τον σκοτεινό ουρανό τη νύχτα!

Είχε λοιπόν αναθέσει στη γαλάζια νεράιδα να ερευνήσει το θέμα αυτό και να δει που οφίλεται.

Η Ίλια άφησε κατά μέρος τις σκέψεις της και βάλθηκε να ψάχνει στα ντουλάπια της κουζίνας- το μικρό της βασίλειο- για σπόρους παπαρούνας και μέλι για να φτιάξει την αγαπημένη νεραιδολιχουδιά των κοριτσιών. Κάτι σαν κέικ. Στη σκέψη του ζεστού, αφράτου αυτού γλυκού, έτρεξαν τα σάλια της και γουργούρισε το στομάχι της . Τρελαινόταν για φαγητό , ειδικά για νεραιδοκέικ, κάτι βέβαια που το μαρτυρούσαν και τα πολλά , μα πάρα πολλά παραπανίσια κιλά της!

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

περιπέτεια στη Νεραιδοχώρα 1/ an adventure in fairyland 1 [part 1st]

Η Μέι, η Φέι , τα ξωτικά Πίξι και Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΩΝ ΟΡΥΧΕΙΩΝ
ΜΕΡΟΣ 1ο

Εκείνη τη μέρα του Ιουνίου που η δυναμη του ήλιου βρισκόταν στο ζενίθ της, στον νεραιδένιο δακτύλιο δεξιά της τρίτης βελανιδιάς , γινόταν γλέντι τρικούβερτο.
Τα ξωτικά και οι νεράιδες των λουλουδιών είχαν την ετήσια γιορτή τους για να τιμήσουν το πνεύμα της πρασινάδας και τον ερχομό του καλοκαιριού μετά τον ζοφερό χειμώνα.
Όλα σχεδόν τα πλάσματα του νεραιδόκοσμου, απεχθάνονται αυτή την κρύα εποχή και λατρεύουν το ζεστό καλοκαίρι!
Έτσι λοιπόν, όλο χαρά και κέφι , τα μέλη του μικρού αυτού λαού, έτρεχαν εδώ κι εκεί με τα μικρά τους ποδαράκια, φώναζαν με τις τσιριχτές τους φωνούλες, έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν.
Μάλιστα, οι αγγελικές νεράιδες είχαν στήσει ένα μαγευτικό χορό στον αέρα ενώ οι νεράιδες των λουλουδιών πάνω σε μία ζωηρόχρωμη καμπανούλα που λύγιζε απο το φύσημα του δροσερού καλοκαιρινού αέρα , έκαναν τα δικά τους χορευτικά. Στην παρέα τους είχαν προστεθεί και κάμποσες ζωηρές μελισσούλες που τόσο αγαπούν τις νεράιδες μιας και τις βοηθούν τόσο στην αδιάκοπη δουλειά τους.
Πάνω στην καταπράσινη χλόη ήταν αραδιασμένες κάθε λογής νεραιδολιχουδιές, όπως γάλα αρωματισμένο με φύλλα μέντας,λεπτό κέικ , ζελε΄σουρβιάς και νέκταρ, που περίμεναν να γεμίσουν τα μικροσκοπικά στομαχάκια.
Τα πειρακτήρια ξωτικά Πίξι, έτρεχαν ολόγυρα απο τον κύκλο των μανιταριών που σχημάτιζαν τον δακτύλιο, πάνω στα μικρά χρωματιστά πόνι τους , τραγουδώντας και αρπάζοντας όλο και κάποιο κομμάτι κέικ για να φάνε.
Μάλιστα - προς μεγάλη τους τιμή- στη γιορτή παραβρισκόταν και ο διάσημος μουσικός Στρέμκαλ. Με τις μαγευτικές μελωδίες του θαυμαστού του οργάνου που έμοιαζε με βιολί, έκανε τους πάντες να μην σταματούν στιγμή τον ξέφρενο χορό τους.
Όλα λοιπόν έδειχναν να κυλούν ήρεμα και χαρούμενα σε αυτή την απόμερη γωνιά του νεραιδοδάσους.
Όμως, μερικά μέτρα πιο μακριά, έρχονταν κάποιοι που σε λίγο θα διεκοπταν αυτή την μαγική ευθυμία. Ήταν οι νάνοι Κόμπολντ! Μια μικρή ομάδα πέντε νάνων που με ολοένα και πιο γοργά βήματα έρχονταν στο γλέντι.
Μα... στα πρόσωπα τους δεν υπήρχε η χαρά κάποιου που πάει σε μια γιορτή.
Αντίθετα μια άγρια έκφραση στόλιζε το κοκκινωπό πρόσωπο τους και πολλά γκρίζα μικρά συννεφάκια θυμού τους περικύκλωναν.Στην πρώτη βελανιδιά που συνάντησαν , κοντοστάθηκαν λίγο, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και προχώρησαν με πιο αποφασιστικό βήμα.
Στην τρίτη βελανιδιά πια, σταμάτησαν και παρακολουθούσαν τη γιορτή που γινόταν εκεί.
Τα συννεφάκια θυμού γύρω τους, ανέβηκαν πάνω απο τα κεφάλια τους, κι ενώθηκαν σε ένα τεράστιο σκοτεινό σύννεφο το οποίο άρχισε να πλησιάζει απειλητικά τους χαρούμενους και ξένοιαστους χορευτές. Αμέσως, στάλες νερού άρχισαν να πέφτουν απο το σύννεφο και σε λιγότερο απο μερικά δευτερόλεπτα οι στάλες έγιναν καταρρακτώδης βροχή!
Το γλέντι μεμιάς σταμάτησε και οι νότες έπαψαν να ξεχύνονται απο το μαγικό όργανο του διάσημου μουσικού Στρέμκαλ.
Παραξενεμένα, όλα τα μαγικά πλάσματα έμειναν να κοιτούν τους αγριεμένους νάνους, όταν ένας απο αυτούς, ο πιο ηλικιωμένος, είπε με βροντερή φωνή. <Αρκετά πια! Το έχετε παρακάνει εσείς τα ξωτικά Πίξι! Ως τώρα ανεχτήκαμε τα πειράγματα σας , τις σκανταλιές σας, τις φάρσες σας... Αρκετά όμως! Τώρα απλά το έχετε παρακάνει. Σε καμία περίπτωση πια δεν πρόκειται εμείς οι εργατικοί και ακούραστοι νάνοι Κόμπλοντ να ανεχτούμε και τις κλεψιές σας!>
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, ο αρχηγός των νάνων με την πλούσια μακριά άσπρη γενειάδα, έκανε δυο βήματα πίσω και το σύννεφο πάνω απο τα έκπληκτα πλάσματα, στέρεψε απο νερό.
Ένας άλλος , νεότερος νάνος -ξωτικό, με σκούρα γενειάδα και μυτερό κόκκινο καπέλο πήρα το λόγο και είπε με πιο ήρεμη φωνή <Τα περισσότερα πλάσματα του νεραιδόκοσμου, φημίζονται για την καλή τους καρδιά και την καλή τους θέληση. Όμως εδώ και πολλές μέρες στα ορυχεία που δουλεύουμε, διαπιστώσαμε το αντίθετο. Κάθε πρωί που πιάνουμε δουλειά, διαπιστώνουμε πως τα ευρήματα της προηγούμενης μέρας έχουν εξαφανιστεί! Κάνουμε τόσο κόπο κάθε μέρα για να βρούμε πολύτιμα πετράδια και κάποιος ή μάλλον κάποιοι θεωρούν αστείο να έρχονται κρυφά και να τα παίρνουν λες και είναι δικά τους! Δε θα το ανεκτούμε άλλο αυτό.Στην ανάγκη, αν συνεχιστεί αυτή η ελεεινή πράξη , θα αναγκαστούμε να καταφύγουμε στους Ορεάδες , τους φύλακες των ορυχείων που φιλοξενούνται στα βουνά τους . Ακόμη και στους Ντέβας μπορεί να φτάσουμε!>
Στο άκουσμα των δυο αυτών ονομάτων, όλα τα νεραιδοπλάσματα που βρίσκονταν στη γιορτή, ανατρίχιασαν και κοιτάχτηκαν φοβισμένα.
Όλα τα μέλη του μικρού αυτού λαού φοβόντουσαν αλλά και σέβονταν τα ανώτερα αυτά πνεύματα της φύσης που φροντίζουν αδιάκοπα , ακούραστα μα και δίκαια για την ομαλή και αρμονική λειτουργία της .
Τελειώνοντας τα λόγια του , ο νεαρός νάνος έκανε μεταβολή και μαζί με τους συντρόφους του, πήραν το δρόμο του γυρισμού χωρίς να ξανακοιτάξουν πίσω τους...(συνεχίζεται...)
***στα δεξιά της σελίδας προς τα κάτω βρίσκονται και τα 10 μέρη της ιστορίας!